Πέμπτη 12 Απριλίου 2012

Μια (άλλη) στρατηγική για το μεταναστευτικό

πραγματικά στην Ελληνική Σκηνή υπάρχουν φωνές που δεν φοβούνται να υψωθούν απέναντι στο φαρισαϊσμό και το φασισμό..

υποδεχόμαστε ένα ακόμα κείμενο μιάς ομάδας επιστημόνων που αξίζει να διαδίδει κανείς το λόγο τους...


καλή ανάγνωση...

--------------------------------------------

Μια (άλλη) στρατηγική για το μεταναστευτικό

Απρίλιος 2012

* Το κείμενο είναι προϊόν συλλογικής εργασίας που πραγματοποιήθηκε από ομάδα της Ελληνικής Ένωσης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου που αποτελείτο από τους Γαρυφαλλιά Αναστασοπούλου Ελένη Καλαμπάκου, Βαγγέλη Μάλλιο, Αντώνη Σπάθη, Ηλία Τσαουσάκη, Ανδρέα Τάκη, Κωνσταντίνο Τσιτσελίκη, και Δημήτρη Χριστόπουλο υπό τον συντονισμό του τελευταίου.

ΠΕΡΙΛΗΨΗ

Ο τρόπος με τον οποίον αντιμετωπίζεται το μεταναστευτικό στην Ελλάδα πρέπει να αλλάξει επειγόντως. Η νομοθεσία θα πρέπει να εξορθολογιστεί σε κάποια σημεία ενώ κάποιες διατάξεις οι οποίες παραμένουν ανεφάρμοστες από την θέσπισή τους μέχρι σήμερα θα πρέπει να ενεργοποιηθούν άμεσα.

Κυρίως όμως πρέπει να υπάρξει αλλαγή πλεύσης στην πολιτική βούληση: το μεταναστευτικό δεν είναι υλικό προεκλογικής χρήσης αλλά εξόχως σύνθετη κοινωνική διακύβευση η αντιμετώπιση της οποίας αποτελεί ζητούμενο κοινωνικής συνοχής, αξιοπρέπειας και ασφάλειας των ανθρώπων που ζουν στην Ελλάδα.

Το παρόν είναι κείμενο τεκμηρίωσης της ανάγκης αυτής της αλλαγής.

Βασίζεται στην απλή πεποίθηση ότι ένα πλειοψηφικό τμήμα των μεταναστών που βρίσκονται στην Ελλάδα έχει ήδη μπει σε οριστική διαδικασία κοινωνικής και πολιτικής ενσωμάτωσης με τελική εκβολή στην ελληνική ιθαγένεια.

Ένα άλλο τμήμα μπορεί να εισέλθει σε τέτοια δυναμική με τη συμβολή του νομοθέτη και της διοίκησης διότι βρίσκεται στο μεταίχμιο του αποκλεισμού και της ένταξης.

Με δεδομένο πως οι άνθρωποι αυτοί έχουν αναπότρεπτα μεταφέρει τις βιοτικές τους σχέσεις στη χώρα, η ενσωμάτωση είναι μονόδρομος.

Ένα άλλο τμήμα μεταναστών στερούμενων νομιμοποιητικών εγγράφων ζει σε συνθήκες κοινωνικού αποκλεισμού χωρίς ορατές πιθανότητες κοινωνικής ένταξης και ειδικά στις σημερινές συνθήκες της κρίσης.

Η δημόσια συζήτηση που διεξάγεται προεκλογικά σήμερα αφορά αποκλειστικά αυτό το τμήμα, μολονότι με ανεύθυνο και αγοραίο τρόπο στοχοποιούνται όλοι οι μετανάστες.

Είναι γνωστό πως απελάσεις στις χώρες προέλευσης των στερούμενων νομιμοποιητικών εγγράφων μεταναστών δεν πραγματοποιούνται για λόγους που υπερβαίνουν τη βούληση τόσο του ελληνικού κράτους όσο και συχνά των ιδίων.

Οι μετανάστες αυτοί από τη στιγμή που δεν μπορεί να απελαθούν πρέπει να καταγραφούν για να βγουν από την αφάνεια.

Όταν και αν η απέλαση γίνει εφικτή, τότε μπορεί να πραγματοποιηθεί.

Αν από την άλλη, η απέλαση δεν πραγματοποιείται για ένα ικανό χρονικό διάστημα, το κράτος οφείλει να τακτοποιήσει το καθεστώς διαμονής των ανθρώπων αυτών.

Είναι επιτακτική λοιπόν ανάγκη, το ελληνικό κράτος να υλοποιήσει μηχανισμούς ώστε ο πληθυσμός αυτός να μπορεί στοιχειωδώς να ζει σε συνθήκες που δεν τροφοδοτούν ούτε το έγκλημα ούτε κυρίως το φόβο του εγκλήματος, της απειλής και της απόγνωσης τόσο στους ίδιους όσο και στον ελληνικό λαό.

Το μεταναστευτικό στην Ελλάδα σχετίζεται

με τα πραγματολογικά δεδομένα της μετανάστευσης (πόσοι, τι είναι και τι κάνουν οι μετανάστες)

με μια αποτυχημένη μεταναστευτική πολιτική η οποία και δικαιώματα σωρηδόν παραβιάζει και αναποτελεσματική ως προς τους στόχους της είναι

και κυρίως την αντανάκλαση των δύο προηγούμενων σε επιθετικές αντιμεταναστευτικές αντιλήψεις που ενδημούν και φαίνεται να κυριεύουν ένα ολοένα και μεγαλύτερο τμήμα της ελληνικής κοινής γνώμης.

Η προεκλογική άνοδος της νεοναζιστικής Χρυσής Αυγής είναι η ένδειξη της απήχησης αυτών των αντιλήψεων.

Η απόγνωση ή αγανάκτηση μιας μερίδας της ελληνικής κοινωνίας που η ίδια εν πολλοίς μπορεί να αποδίδει (ορθώς ή όχι) στους μετανάστες είναι ένα δεδομένο το οποίο καλούμαστε να λαμβάνουμε υπόψη όταν συζητάμε για το μεταναστευτικό.

Πριν από μερικά χρόνια, κάποιοι έλεγαν πως «οι μετανάστες δεν είναι πρόβλημα, έχουν προβλήματα».

Σήμερα για εμάς είναι σαφές ότι το σύνθημα αυτό ήταν λάθος για δύο λόγους: διότι, πρώτον, κατά κανόνα οι άνθρωποι δεν προτιμούν να συμβιώνουν με ανθρώπους με προβλήματα, και, δεύτερον, διότι το γεγονός ότι οι μετανάστες έχουν προβλήματα δεν σημαίνει ότι η μετανάστευση δεν μπορεί να αποτελέσει μείζον πρόβλημα αν δεν αντιμετωπιστεί με σοβαρότητα, ρεαλισμό και σεβασμό στην ανθρώπινη αξιοπρέπεια.

Όλα αυτά δηλαδή που έλειψαν για μια περίπου εικοσαετία στην ελληνική μεταναστευτική πολιτική με τα αποτελέσματα που βλέπουμε.


Στην Ελλάδα σήμερα, το πρόβλημα έχει αποεστιαστεί από την αλβανική μετανάστευση της δεκαετίας του ’90. Παρά τους υπαρκτούς κραδασμούς και εντάσεις, για το μεγαλύτερο μέρος της κοινής γνώμης «οι Αλβανοί είναι ενσωματωμένοι», σε αντίθεση με τους ‘νέους’ μετανάστες από Ασία και Αφρική, οι οποίοι κατά κανόνα στερούνται πλήρως νομιμοποιητικών εγγράφων.

Το πρόβλημα στον ελληνικό δημόσιο λόγο εντοπίζεται εκεί:

στους «παράνομους μετανάστες» ή «λάθρο-μετανάστες».

Με αυτό κυρίως το ζήτημα ασχολείται το παρόν κείμενο τεκμηρίωσης.

Σε αυτή τη συγκυρία, η ανάγκη μιας στρατηγικής για το μεταναστευτικό αναδεικνύεται σε πολιτικό ζητούμενο πρώτης προτεραιότητας.


Το κείμενο ξεκινάει παρουσιάζοντας το ζήτημα στον κυρίαρχο δημόσιο λόγο σήμερα και συνεχίζει με τα προτεινόμενα βήματα μιας (άλλης) στρατηγικής.

Νομοθετικά ερείσματα για μια τέτοια στρατηγική υπάρχουν στην ελληνική έννομη τάξη (κυρίως στον ν. 3907/11) ωστόσο είτε συνειδητά υπονομεύονται από την ίδια την ελληνική αστυνομία και διοίκηση, είτε χάνονται μέσα σε ένα ευρύτερο πλαίσιο έλλειψης πολιτικής βούλησης του πολιτικού προσωπικού που κυβερνά τη χώρα αλλά και ανικανότητας του κρατικού μηχανισμού στο σύνολό του.


Τέλος, το κείμενο εστιάζει σε δύο μείζονα ζητήματα επικαιρότητας, το υγειονομικό και τα κέντρα κράτησης αναδεικνύοντας τον βαθύτατα απρόσφορο και προβληματικό τρόπο αντιμετώπισης των ζητημάτων αυτών με τις πρόσφατες υπουργικές εξαγγελίες οι οποίες ανακυκλώνουν το ζήτημα οξύνοντας μάλιστα με τρόπο επικίνδυνο τα ήδη επιθετικά αντανακλαστικά της ελληνικής κοινής γνώμης.


1. Η ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗ ΩΣ ΠΡΟΕΚΛΟΓΙΚΟ ΥΛΙΚΟ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑΚΗΣ ΧΡΗΣΗΣ


Τον τελευταίο καιρό το μεταναστευτικό έχει έρθει στην επικαιρότητα για μία ακόμη φορά με τον λάθος τρόπο ενόψει των επικείμενων εκλογών.

Η Ελληνική Ένωση για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου θεωρεί και τεκμηριώνει ακολούθως ότι η διατύπωση αντιφατικών, μη πραγματοποιήσιμων και σε ορισμένες περιπτώσεις έκνομων προτάσεων μέσα σε ένα θολό προεκλογικό κλίμα δεν ευνοεί την σαφήνεια των επιχειρημάτων, ούτε την διαμόρφωση εγγυήσεων για την θέσπιση λύσεων στα χρόνια προβλήματα και τις εκκρεμότητες που αναμένουν άμεσα διευθέτηση:

τα γκέτο στην Αθήνα, η άνθιση της εγκληματικότητας και η βία κάθε προέλευσης, το τσαλαπάτημα της ανθρώπινης αξιοπρέπειας στους χώρους κράτησης, η αβεβαιότητα και η εδραίωση του φόβου σε μεγάλα τμήματα της ελληνικής κοινωνίας, των μεταναστών συμπεριλαμβανομένων.


Συνεχίζεται η ανεξέλεγκτη πορεία εντυπωσιασμού της Κυβέρνησης προς μια δήθεν αποφασισμένη, μετωπική «αντιμετώπιση» του μεταναστευτικού ζητήματος.

Όλως τυχαίως, λίγο πριν από τις εκλογές και σε μια προσπάθεια αλλαγής της προεκλογικής ατζέντας, θυμήθηκαν τους μετανάστες και τα συσσωρευμένα προβλήματα που έχει δημιουργήσει η δική τους έλλειψη πολιτικής βούλησης να εφαρμόσουν μια συμπαγή, δίκαιη, υπεύθυνη μεταναστευτική πολιτική.

Τελευταίο δείγμα τέτοιας αντιμετώπισης (και μάλιστα προερχόμενο από υποτιθέμενους εχθρούς του λαϊκισμού), αποτελεί ο κυνικός τρόπος με τον οποίο οι υπουργοί Προστασίας του Πολίτη και Υγείας επιχείρησαν, σε κοινή δήλωσή τους, να ταυτίσουν τους μετανάστες με την ‘πηγή του κακού’ για τα μείζονα προβλήματα δημόσιας υγείας της ελληνικής κοινωνίας.

Τους χαρακτήρισαν ως ‘ωρολογιακή βόμβα έτοιμη να εκραγεί’, τη στιγμή που ο πραγματικός κίνδυνος ανάφλεξης της κοινωνίας προέρχεται από τη συγκρουσιακή ρητορική και τον μισαλλόδοξο λόγο, που τροφοδοτεί ευθέως τα άκρα.

Η σχετική, πρόχειρη, εκπρόθεσμα κατατεθείσα τροπολογία αποσύρθηκε.

Όμως, ο κίνδυνος να κυριαρχήσουν επικίνδυνες, ρατσιστικές ιδεοληψίες γενικεύσεων και συμψηφισμών, παραμένει σοβαρός.

Μια κοινωνία, όπου κάθε μετανάστης θα θεωρείται ‘κίνδυνος για τη δημόσια υγεία’ και ‘βιολογικός εχθρός’, δε μπορεί παρά να είναι μια κοινωνία μισαλλόδοξη και φοβική.

Μια κοινωνία αντιδημοκρατική, με διαχωριστικές γραμμές και μηδενικό σεβασμό στα δικαιώματα του μετανάστη και του πρόσφυγα.

Την ίδια στιγμή, η Νέα Δημοκρατία και ο ΛΑΟΣ επενδύουν με τρόπο αγοραίο, ανεύθυνο και ιδεοληπτικό στην απονομιμοποίηση της μεταρρύθμισης του δικαίου της ελληνικής ιθαγένειας (ν. 3838/2010).

Το ΠΑΣΟΚ, από την πλευρά του, συμπεριφέρεται πολιτικά σαν ο νόμος αυτός να μην ήταν δικός του. Το βασικό επιχείρημα του ιδεολογικού οπλοστασίου εναντίον της μεταρρύθμισης αυτής είναι πως ο «νόμος για την ιθαγένεια καθιστά την Ελλάδα μαγνήτη λαθρομεταναστών».

Το επιχείρημα αυτό είναι αβάσιμο και επικίνδυνο.

Είναι αβάσιμο διότι από πουθενά δεν προκύπτει – ούτε θα μπορούσε άλλωστε να προκύψει – ότι οι μεταναστευτικές ροές ενισχύθηκαν εξαιτίας του νέου νόμου.

Αντιθέτως, αυτό που φαίνεται είναι μια κάμψη των ροών αυτών λόγω της οικονομικής κρίσης καθώς και ένταση των αποχωρήσεων μεταναστών από την Ελλάδα, όπως τα συνεχή ναυτικά επεισόδια στο Ιόνιο (και ουχί στο Αιγαίο πλέον) αποδεικνύουν.

Η σχετική όμως ρητορεία της ΝΔ και του ΛΑΟΣ είναι επικίνδυνη καθώς συμβάλλει αποφασιστικά στην όξυνση των αντιμεταναστευτικών αντανακλαστικών της ελληνικής κοινής γνώμης σε μια περίοδο όπου τίποτε δεν μπορεί να εγγυηθεί πως στην Ελλάδα της κρίσης οι όποιες διευθετήσεις για το μεταναστευτικό (και όχι μόνο) θα προέλθουν μέσα από θεσμικά ενδεδειγμένες οδούς.

Εξάλλου, είναι διαπιστωμένο ότι σε προεκλογικές περιόδους η υιοθέτηση τέτοιων επικοινωνιακών στρατηγικών ευνοεί κατεξοχήν την αυθεντική ρατσιστική ακροδεξιά και όχι τα κόμματα που την υιοθετούν.

Αυτό έδειξε η καμπάνια των ευρωεκλογών του 2009, αυτό φαίνεται και τώρα, μόνο που στο άκρο του δεξιού φάσματος τοποθετείται η Χρυσή Αυγή που απλώς εισπράττει τα κέρδη της σιωπής της.

Αυτό που κάποτε στην Ελλάδα αποκαλούσαμε «κόμματα εξουσίας», στην προσπάθεια τους να συγκρατήσουν το εκλογικό ακροατήριο που τα εγκαταλείπει ολισθαίνουν σε όλο πιο ακραίες θέσεις, με αποτέλεσμα μια ολική μετατόπιση του δημόσιου λόγου προς τα ακροδεξιά.

Από αυτήν την επικίνδυνη επικοινωνιακή στρατηγική είναι βέβαιο ότι χαμένη είναι η ποιότητα της δημοκρατίας στην Ελλάδα και τα ανθρώπινα δικαιώματα.

Θεωρούμε χρέος μιας κυβέρνησης που θέλει να έχει σοβαρό ρόλο στην προσέγγιση του μεταναστευτικού, να συνειδητοποιήσει αυτό τον κίνδυνο.

Είναι απαράδεκτο, ειδικά σε μια χώρα με τόσο αδύναμη μεταναστευτική πολιτική, τόσο κρίσιμα ανθρωπιστικά ζητήματα να γίνονται βορά κομματικών παιχνιδιών και προεκλογικού εντυπωσιασμού.

2. ΤΑ ΒΗΜΑΤΑ ΜΙΑΣ (ΑΛΛΗΣ) ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗΣ ΓΙΑ ΤΟ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΤΙΚΟ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ

Στην Ελλάδα σήμερα διαβιοί ένας μεγάλος αριθμός μεταναστών. Ένα τμήμα του πληθυσμού αυτού στερείται νομιμοποιητικών εγγράφων. Δυστυχώς, από πουθενά με εξαίρεση τα ευρήματα των εθνικών απογραφών του 2001 και του 2011 και μερικές έρευνες δεν έχουμε ενδείξεις που θα μπορούσαν με ακρίβεια να μας οδηγήσουν στην ταυτοποίηση του ακριβούς αριθμού. Άρα, νούμερα όπως 800 χιλιάδες που πρόσφατα διέρρευσαν από την Ελληνική Αστυνομία ελέγχονται ως απολύτως ανακριβή.

Αυτό που πρέπει να γίνει άμεσα σαφές εδώ είναι η ανομοιογένειά του στερούμενου νομιμοποιητικών εγγράφων μεταναστευτικού πληθυσμού.

Ένα τμήμα του πληθυσμού αυτού είτε είναι κοινωνικά ενταγμένο είτε σε τροχιά ενσωμάτωσης: Σύζυγοι μεταναστών, μητέρες κυρίως, παιδιών που γεννήθηκαν ή ανατράφηκαν εδώ, άνθρωποι που εξέπεσαν της νομιμότητας λόγω του ανελαστικών και άδικων προδιαγραφών του καθεστώτος διαμονής και εργασίας ή άλλοι που αδυνατούν με ευθύνη της ελληνικής γραφειοκρατίας αλλά και δική τους να ρυθμίσουν τα της διαμονής τους στην Ελλάδα κτλ.

Η ταυτοποίηση του εν λόγω πληθυσμού είναι ζωτικής σημασίας.

Ένας άνθρωπος που έχει μεταφέρει στην Ελλάδα το κέντρο των βιοτικών του σχέσεων και πάρα ταύτα, δεν κατάφερε να υπαχθεί σε καθεστώς νόμιμης παραμονής ή ακόμη χειρότερα κάποια στιγμή εξέπεσε από τη νομιμότητα, έχει όλους τους καλούς λόγους να αξιώνει τη συμπερίληψη του στο νόμιμα διαμένοντα πληθυσμό της χώρας αυτής.

Το ίδιο και η χώρα: για λόγους κοινωνικής συνοχής και ασφάλειας που τόσο διακυβεύονται στις μέρες μας έχει όλους τους καλούς λόγους να θέλει αυτόν τον πληθυσμό σε πορεία κοινωνικής ενσωμάτωσης και όχι σε αυτήν του αποκλεισμού και της περιθωριοποίησης.

Άρα, για τον κόσμο αυτόν στους οποίους περιλαμβάνονται και οι περισσότεροι από τους λεγόμενους «αιτούντες άσυλο» δεν υπάρχει άλλη λύση από μια μεταβατική νομοθετική ρύθμιση η οποία, με τρόπο ρεαλιστικό και ανθρώπινο, όπως έκανε η Ισπανία το 2005, θα προβλέψει συγκεκριμένες προϋποθέσεις που θα μπορέσουν να καλυφθούν από έναν ικανοποιητικό αριθμό ανθρώπων που ζουν και έχουν οικογενειακώς μεταφέρει το βιός τους εδώ.

Υπάρχουν όμως άνθρωποι που ζουν και άνθρωποι που περιφέρονται στην Ελλάδα.

Συχνά τα όρια μεταξύ των δύο ομάδων δεν είναι σαφή κάτι που καθιστά την ίδια τη διάκριση σχηματική.

Η δεύτερη κατηγορία είναι πιο σύνθετη καθώς αποτελείται από μετανάστες που, όπως γνωρίζουμε, ζούνε σε συνθήκες απόλυτου βιoτικού αποκλεισμού έξω από τους αστικούς ιστούς, συχνά χωρίς οικογένειες, με προοπτική, κάποια στιγμή, να μπορέσουν να φύγουν προς άλλη ευρωπαϊκή χώρα.

Οι άνθρωποι αυτοί δεν έχουν τίποτε, συχνά δεν κάνουν τίποτε, με δυο λόγια, δεν είναι τίποτε για την ελληνική έννομη τάξη.

Σε συνθήκες μάλιστα, κρίσης σαν και αυτή που διάγουμε, ούτε καν φτηνό εργατικό δυναμικό δεν είναι.

Η απάντηση στο μείζον αυτό θέμα που οδηγεί συστηματικά την ελληνική κοινωνία σε μια κρίση μόνιμου ηθικού πανικού είναι να μάθουμε (για) τους ανθρώπους αυτούς.

Να τους καταγράψουμε.

Να δούμε πού και πώς ζουν, πόσο υγιείς είναι, αν έχουν παιδιά κλπ.

Με μια κουβέντα: δεν γίνεται ένα κράτος να αφίσταται από το να μάθει πόσοι και ποιοι άνθρωποι διαβιούν στην επικράτειά του και υπό ποιες συνθήκες.

Η πρώτη ομάδα μπορεί να αποτελείται από όσους αν και στερούμενοι νομιμοποιητικών εγγράφων είναι ενταγμένοι στον κοινωνικό ιστό.

Για αυτήν την ομάδα πρέπει να λειτουργήσει ένας μηχανισμός που θα επιτρέπει και την νόμιμη πλέον υπόσταση τους στον κοινωνικό ιστό.

Μία δεύτερη ομάδα μπορεί να αποτελείται από την πλειοψηφία των στερούμενων νομιμοποιητικών εγγράφων οι οποίοι ούτε έχουν ακόμη ενταχθεί στον κοινωνικό ιστό ούτε υπάρχει η δυνατότητα επιστροφής στη χώρα τους ή εξόδου από τη χώρα, με αποτέλεσμα να παραμένουν εγκλωβισμένοι στην αφάνεια που επιφυλάσσει η κοινωνική περιθωριοποίηση.

Σε αυτή την περίπτωση πρέπει να ενεργοποιηθεί ένας μηχανισμός εξόδου από αυτή την αφάνεια, ο οποίος θα επιφυλάσσει και έναν προσωρινό μηχανισμό διαμονής.

Εξάλλου, σε μια τέτοια προσέγγιση είχε κινηθεί παλαιότερα και ο Συνήγορος του Πολίτη αναδεικνύοντας την αναγκαιότητα ενός «υπό ανοχήν» καθεστώτος ενώπιον του νέου Υπουργικού Συμβουλίου τον Οκτώβριο 2009 ενώ η αυτή λογική ανιχνεύεται και σε διατάξεις του 3907/2011 που δεν έχουν εφαρμοστεί ακόμη.

Η συζήτηση αφορά στην αναγκαιότητα καταγραφής και ταυτοποίησης των ήδη υπαρχόντων στερούμενων νομιμοποιητικών εγγράφων μεταναστών στη χώρα, οι οποίοι, αν και ενταγμένοι στον κοινωνικό ιστό, δεν υπάρχουν τυπικά, με αποτέλεσμα να ζουν στο «σκοτάδι».

Η καταγραφή τους αποτελεί το πρώτο βήμα προκειμένου στη συνέχεια να ομαδοποιηθούν και πλέον ως ομάδες να αντιμετωπιστούν με διαφορετικές πολιτικές, με βάση τα χαρακτηριστικά κάθε κατηγορίας.

Για την καταγραφή τους προτείνεται η εφαρμογή του Π.Δ. για την αναβολή της απομάκρυνσης που εκκρεμεί να εκδοθεί, με βάση τα Α. 24 και Α. 37 του Ν.3907/11.

Το συγκεκριμένο καθεστώς με την αιτιολογία ότι η απομάκρυνση δεν είναι εφικτή για τεχνικούς λόγους δίνει και τη δυνατότητα πρόσβασης στην αγορά εργασίας.

Έτσι προτάσσοντας την υπαγωγή σε ένα καθεστώς εξάμηνης διάρκειας με δυνατότητα ανανέωσης, που δίνει πρόσβαση στην αγορά εργασίας μπορεί να διοργανωθεί μία συστηματική προσπάθεια καταγραφής όλων των στερούμενων νομιμοποιητικών εγγράφων μεταναστών.

Σε κάθε περίπτωση, αυτό το καθεστώς δεν προσμετράται για μόνιμη άδεια παραμονής, αλλά η συνεχής του ανανέωση μπορεί να οδηγήσει σε άδεια διαμονής για εξαιρετικούς λόγους (Α. 44 Ν. 3386/05, όπως τροποποιήθηκε από το Α. 42 του Ν. 3907/11).

Μέσα σε λιγότερο από ένα χρόνο, ο νομοθέτης αντελήφθη ότι το διάστημα της δωδεκαετίας που είχε προβλεφθεί για τη σχετική άδεια παραμονής (από τον Ν. 3907) ήταν επαχθές και μειώθηκε σε 10 χρόνια (4018/11).

Πιστεύουμε ότι η μείωση των ετών σε 7- 8 έτη διαμονής για την άδεια αυτή είναι μια δίκαια και εφικτή λύση που σταθμίζει με ρεαλιστικό τρόπο τα δεδομένα.

Αναβολή απομάκρυνσης

Απαιτείται η υπαγωγή των ανθρώπων αυτών στο λεγόμενο «υπό ανοχή» καθεστώς (αναβολή απομάκρυνσης) που ισοδυναμεί με έκδοση πράξης επιστροφής και ταυτόχρονη αναστολή της απομάκρυνσης σύμφωνα με το οικείο άρθρο του νέου νόμου 3907/11 (άρθρο 24 παρ. 2) που προβλέπει ότι «οι αρμόδιες αστυνομικές αρχές μπορούν, με αιτιολογημένη απόφασή τους, να αναβάλουν την απομάκρυνση, για εύλογο χρόνο, λαμβάνοντας υπόψη τις ειδικές περιστάσεις κάθε περίπτωσης …» σε συνδυασμό με το άρθρο 37 παρ. 3. σύμφωνα με το οποίο «Η αρμόδια αρχή αξιολογεί το εφικτό της απομάκρυνσης σε κάθε περίπτωση με βάση τα ειδικότερα στοιχεία, που επικαλείται ο ενδιαφερόμενος, συνεκτιμώντας όλες τις διαθέσιμες πληροφορίες αναφορικά με την ακολουθητέα πρακτική εκάστης τρίτης χώρας, ως προς τη συνεργασία σε θέματα επανεισδοχής. Προς το σκοπό αυτόν η αρμόδια αρχή μπορεί να ζητά τη συνδρομή του αρμόδιου Τμήματος της Υπηρεσίας Ασύλου».

Οι μετανάστες που θα υπαχθούν σε αυτό το καθεστώς είναι δυνατόν να έχουν δικαίωμα εργασίας. Το δικαίωμα εργασίας αναγνωρίζεται υπό προϋποθέσεις και πρέπει να εκδοθεί το προεδρικό διάταγμα που προβλέπεται στο άρθρο 37 παρ. 5 του ίδιου νόμου. Ωστόσο, οι άνθρωποι αυτοί δεν θα μπορούν να ταξιδεύουν στις πατρίδες καθώς θα τελούν υπό καθεστώς επιστροφής και θα ανανεώνουν αυτήν την ιδιότυπη άδειά τους ανά εξάμηνο. Σύμφωνα με τις διατάξεις του νέου νόμου, που εφαρμόστηκε μόνο για τους απεργούς πείνας της Υπατίας τον Μάρτιο του 2011, ο οποίος ουσιαστικά δεν έχει αρχίσει να εφαρμόζεται και η ίδια η αστυνομία δείχνει μάλλον απρόθυμη να τον εφαρμόσει, οποιοσδήποτε έχει ήδη εις βάρος του απόφαση επιστροφής και πληροί τις προϋποθέσεις για την αναβολή της απομάκρυνσης γιατί είναι μη απελάσιμος μπορεί να ζητήσει να επαχθεί σε αυτό το «υπό ανοχήν» καθεστώς, χωρίς φυσικά να χρειάζεται να προσφύγει στην απεργία πείνας προκειμένου να το καταφέρει, όπως έδειξε η εμπειρία του 2011.

Το ερμητικά κλειστό σύστημα που περιγράψαμε προηγουμένως αναπαράγει το βασικό πρόβλημα όλων των πολιτικών διαχείρισης του μεταναστευτικού στην Ελλάδα την τελευταία δεκαπενταετία: καθιστώντας στην πράξη αδύνατη μια κανονική διαδικασία νομικής τακτοποίησης των ανθρώπων που βρίσκονται και εργάζονται στην Ελλάδα, στη βάση μιας εξατομικευμένης εξέτασης των αιτήσεών τους, πριμοδοτεί στην πράξη μια μεταχείριση «εξαιρετικών λόγων» οι οποίοι, σε τελευταία ανάλυση, κάθε άλλο παρά «εξαιρετικοί» δεν είναι. Με απλά λόγια, το «κλειστό» σύστημα μη νομιμοποιήσεων, το οποίο προτάσσεται ως «λύση» στη διαχείριση των μεταναστευτικών ροών, είναι κατ’ ουσίαν ο λόγος που καταλήγει αναπόφευκτα σε ad hoc ρυθμίσεις.

Επομένως, επείγουν:

Η επανεξέταση και απόδοση άδειας παραμονής σε όσους εξέπεσαν από την νομιμοποίηση του 2005 ή δεν πληρούσαν τότε τις προδιαγραφές (σε συνδυασμό με την μείωση των απαιτούμενων ενσήμων για την έκδοση άδειας παραμονής, διευκόλυνση στον τρόπο καταβολής κλπ.).

• Η δυνατότητα εξατομικευμένης εξέτασης υπαγωγής και χορήγησης άδειας διαμονής του άρ. 21 παρ. 4, ν. 3907/11 (για ανθρωπιστικούς λόγους),

• Η άμεση αποκέντρωση και διεύρυνση των επιτροπών «εξαιρετικών λόγων» προκειμένου να μπορούν να διεκπεραιώνονται όσο γίνεται πιο γρήγορα οι σχετικές αιτήσεις.

• (ή/και) Η απόδοση 6μηνιαίων ανανεώσιμων αδειών του άρ. 24, ν. 3907/11, σε συνδυασμό με την δέσμευση μη εκτέλεσης απέλασης για όσους μετανάστες αποδεικνύουν εργασία και ανανέωση της άδειας τους για τέσσερα εξάμηνα με δυνατότητα υπαγωγής τους στην κανονική διαδικασία μετά από ορισμένο χρονικό διάστημα.

• Η εφαρμογή ενός δίκαιου συστήματος αναγνώρισης του πολιτικού ασύλου, σύμφωνα με τον ν. 3907/11, η διασφάλιση της δυνατότητας να κατατεθεί αίτημα ασύλου, ταχεία εκκαθάριση των εκκρεμών αιτήσεων και κυρίως η δημιουργία υποδομής για την έγκαιρη και έγκυρη εξέταση σε Α’ βαθμό των αιτημάτων.

• Η υλοποίηση από την Αστυνομία της δυνατότητας οικειοθελούς αναχώρησης προς τη χώρα ιθαγένειας (άρ. 20-22, ν. 3907/11)

• Η δημιουργία κέντρων υποδοχής (και όχι χώρων στέρησης ελευθερίας) στα σύνορα για την καταγραφή και ταυτοποίηση των παράτυπα εισελθόντων, με τη δυνατότητα συλλογής αιτημάτων ασύλου, διεξαγωγής ιατρικού ελέγχου και παροχής απαραίτητης μέριμνας όπου χρειάζεται.

Να επανεξεταστεί το ανεφάρμοστο ισχύον νομικό πλαίσιο (Ειδικοί Χώροι Παραμονής Αλλοδαπών (άρθρο 81 ν.3386/05), Κέντρα Πρώτης Υποδοχής (ν.3907/11) σε συνάρτηση με τις προεκλογικές εξαγγελίες περί ίδρυσης Κέντρων Κράτησης.

• Η δημιουργία ανοιχτών κοινωνικών δομών φιλοξενίας για τις ευάλωτες ομάδες, όπως αιτούντες άσυλο, θύματα trafficking, θύματα βασανιστηρίων, υπερήλικες κ.α.

• Ειδικά για τους ανηλίκους, των οποίων η κράτηση απαγορεύεται κατά νόμο, η δημιουργία ανοιχτών δομών φιλοξενίας και εκπαίδευσης.

• Η απέλαση/απομάκρυνση, όταν προβλέπεται και είναι εφικτή να συντελείται άμεσα και σε συνθήκες και διαδικασίες που δεν προσβάλλουν την ανθρώπινη αξιοπρέπεια.

Η πλήρης αναμόρφωση του άρ. 14 του 3386/05 για τις προσωπικές μετακλήσεις με αποδέσμευση των επιτροπών που κάνουν την διαδικασία χρονοβόρα και γραφειοκρατική, μόνο με αίτηση του εργοδότη. Αναμένεται Κοινοτική Οδηγία για τις εποχιακές μετακλήσεις.

3. ΕΠΙΚΑΙΡΑ ΖΗΤΗΜΑΤΑ

α. Η υγειονομική διάταξη με θέμα «ΡΥΘΜΙΣΕΙΣ ΠΟΥ ΑΦΟΡΟΥΝ ΤΟΝ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟ ΤΗΣ ΔΙΑΔΟΣΗΣ ΛΟΙΜΩΔΩΝ ΝΟΣΗΜΑΤΩΝ» και η σχετική εγκύκλιος του Υπ.Υ.Κ.Α. της 2.4.2012

Η υγειονομική διάταξη (Υ.Δ.) του Υπουργείου Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, η οποία δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί στο ΦΕΚ ώστε να τεθεί σε ισχύ, αποσκοπεί, σύμφωνα με τις ρητές δηλώσεις των Υπουργών Προστασίας του Πολίτη και Υγείας στη κοινή συνέντευξη τύπου τους την 1.4.2012, στη λήψη μέτρων «για την προστασία της δημόσιας υγείας, από τους κινδύνους που εγκυμονούν λόγω της ανεξέλεγκτης ροής παράνομων μεταναστών στα κέντρα των πόλεων» (βλ. Δελτίου Τύπου ΥπΠροΠο της 1.4.2012).

Σε πρόσφατη συνέντευξη τύπου που αφορούσε τη δημόσια υγεία και την «παράνομη μετανάστευση» οι Υπουργοί Προστασίας του Πολίτη και Υγείας έκαναν λόγο για «υγειονομική βόμβα που είναι έτοιμη να εκραγεί και πρέπει να αντιμετωπιστεί με σοβαρότητα, υπευθυνότητα, ενάντια σε κάθε είδους λαϊκισμό».

Για το λόγο αυτό, αφενός μεν επικαλέσθηκαν τις άθλιες συνθήκες διαβίωσης των στερούμενων νομιμοποιητικών εγγράφων μεταναστών στο κέντρο της Αθήνας και την ραγδαία αύξηση των κρουσμάτων HIV, αφετέρου δε συνέδεσαν την «παράνομη μετανάστευση» με την ύπαρξη άνω των 600 οίκων ανοχής χωρίς άδεια.

Τέλος, δεν πάει πολύ καιρός από τότε που οι στερούμενοι νομιμοποιητικών εγγράφων μετανάστες είχαν συνδεθεί και με ασθένειες που δεν προσβάλλουν τάχα πια τους Έλληνες, όπως η ελονοσία και η φυματίωση.

Εντούτοις, οι ίδιες οι πηγές που οι Υπουργοί επικαλούνται για την υποστήριξη των θέσεών τους τούς διαψεύδουν, αποκαλύπτοντας ότι όσα ισχυρίζονταν είναι αντιεπιστημονικά και αβάσιμα.

Ειδικότερα, οι επίσημες εκθέσεις του Κέντρου Ελέγχου Πρόληψης Νοσημάτων (ΚΕΕΛΠΝΟ) και του Ευρωπαϊκού Κέντρου Πρόληψης και Ελέγχου Ασθενειών (ECDC) αποδεικνύουν ότι αφενός μεν η φυματίωση σταθερά μειώνεται τα τελευταία χρόνια και πάντως ότι στην Ελλάδα το σχετικό ποσοστό είναι σαφώς μικρότερο από ότι σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες, αφετέρου δε η ελονοσία, η οποία δεν μεταδίδεται από άνθρωπο σε άνθρωπο αν δεν συντρέχουν συγκεκριμένες συνθήκες.

Όσον αφορά δε τους φορείς HIV, το ΚΕΕΛΠΝΟ επιβεβαιώνει ότι η πρωτοφανής αύξηση αποδίδεται στα άτομα που κάνουν ενδοφλέβια χρήση ναρκωτικών.

Τέλος, έωλη είναι και η κατηγορία περί σύνδεσης των στερούμενων νομιμοποιητικών εγγράφων μεταναστών με την ύπαρξη οίκων ανοχής χωρίς άδεια.

Και τούτο, διότι η ύπαρξη οίκων ανοχής χωρίς άδεια είναι κατά κύριο λόγο το αποτέλεσμα της αδικαιολόγητης διεύρυνσης από το ν. 2734/1999 των περιορισμών που σχετίζονται με την εγκατάσταση εκδιδόμενων προσώπων σε οικήματα (πχ. ελάχιστες προβλεπόμενες αποστάσεις), και οι οποίες δεν έχουν καμία σχέση με την ύπαρξη μεταναστών.

Διαφωτιστική εντέλει είναι στο θέμα αυτό η θέση των Γιατρών του Κόσμου και των Γιατρών Χωρίς Σύνορα, οι οποίοι αντιμετωπίζουν καθημερινά περιπτώσεις ασθενών μεταναστών και αστέγων, οι μεν πρώτοι στις υποβαθμισμένες περιοχές της Αθήνας οι δε δεύτεροι στα σύνορα.

Σύμφωνα με όσα οι ίδιοι καταμαρτυρούν, οι μετανάστες δεν έρχονται ασθενείς από τη χώρα τους. Αντιθέτως, ασθενούν στην Ελλάδα λόγω των άθλιων συνθηκών διαβίωσης και υγιεινής, ακριβώς όπως και οι Έλληνες. Συγκεκριμένα, η έρευνα έδειξε ότι το 63% των ασθενειών που παρουσιάζονται στην περιοχή του Έβρου οφείλονται στις συνθήκες κράτησης.

Τεκμηριώνεται σαφώς πως, ενώ οι περισσότεροι που διέρχονται παράνομα τα ελληνικά σύνορα είναι υγιείς (πώς εξάλλου

θα μπορούσαν να αντέξουν βιολογικά αυτή την περιπέτεια;), ασθενούν στην Ελλάδα καταρχήν όταν κρατούνται εξαιτίας των άθλιων συνθηκών εγκλεισμού.

Το χειρότερο ωστόσο είναι ότι οι προτεινόμενες ρυθμίσεις παραβιάζουν κάθε μέτρο ανθρώπινης αξιοπρέπειας καθώς οι μετανάστες (νόμιμοι και μη) θα εξαναγκάζονται σε ιατρική εξέταση. Όμως, η υποχρεωτική εξέταση και υποβολή σε θεραπεία ασθενών απαγορεύεται ρητώς τόσο από το αρ. 47 παρ. 3 του ν. 2071/1992 για τα δικαιώματα του νοσοκομειακού ασθενούς όσο και από το αρ. 5 του ν. 2619/1998 με τον οποίο κυρώθηκε η Σύμβαση του Συμβουλίου της Ευρώπης για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα και τη Βιοϊατρική, ενώ παραβιάζει προδήλως το δικαίωμα του ασθενούς στην αυτονομία που κατοχυρώνεται στο αρ. 5 του Συντάγματος. Κατ’ εξαίρεση, μπορεί να προβλεφθεί υποχρέωση εξέτασης και μόνο, για τους μεν αιτούντες άσυλο βάσει του αρ. 9 της Οδηγίας 2003/9/ΕΚ, για τους δε μετανάστες ως προϋπόθεση εισόδου στη χώρα και όχι παραμονής σε αυτή βάσει του άρ. 31 παρ. 2 ν. 3991/2011 (Διεθνής Υγειονομικός Κανονισμός του Π.Ο.Υ.). Υποχρεωτική θεραπεία, ωστόσο, μπορεί να νοηθεί μόνο εφόσον υπάρχουν στοιχεία επικείμενου κινδύνου δημόσιας υγείας, δηλαδή ενός ενδεχόμενου περιστατικού που θα επηρεάσει αρνητικά την υγεία των ανθρώπων (αρ. 31 παρ. 2 του ν.3991/11). Ο κίνδυνος αυτός πρέπει να είναι πραγματικός και όχι εικαζόμενος, και κάθε ιατρική πράξη χωρίς τη συναίνεση του υποβαλλόμενου σε αυτή ατόμου είναι παράνομη.

Τέλος, η υγειονομική διάταξη προβλέπει τη δημιουργία ειδικών χώρων στα νοσηλευτικά ιδρύματα για περιορισμό, απομόνωση, καραντίνα και νοσηλεία των μεταναστών (αρ. 1 παρ. 3 και 8). Για όσους δε από αυτούς έχουν εισέλθει παράνομα στη χώρα προβλέπεται ο περιορισμός του, κατά τη διάρκεια των εξετάσεών τους, κατά τρόπο που να μην απειλείται η Δημόσια Υγεία.

Προβλέπεται δηλαδή η κράτησή τους σε ειδικούς χώρους πριν διαπιστωθεί η επικινδυνότητά τους.

Μια τέτοια πρακτική, ωστόσο, παραβιάζει ευθέως όχι μόνο το άρθρο 5 παρ. 2 του Συντάγματος που προστατεύει χωρίς διακρίσεις την ελευθερία όσων βρίσκονται στην Ελληνική Επικράτεια, αλλά και τον ίδιο τον Δ.Υ.Κ. του Π.Ο.Υ., τον οποίο επικαλείται η Υγειονομική Διάταξη στο προοίμιό της.

Σύμφωνα με αυτόν τα μέτρα δημόσιας υγείας δεν πρέπει να περιλαμβάνουν μέτρα επιβολής νόμων ή ασφαλείας (άρ. 1), ενώ καραντίνα μπορεί να επιβληθεί αποκλειστικά και μόνο σε περίπτωση επικείμενου κινδύνου δημόσιας υγείας.

Με την εγκύκλιο της 2.4.2012, ο ΓΓ του ΥπΥΚΑ προχώρησε ένα βήμα περαιτέρω ζητώντας από τα νοσοκομεία κατ’ ουσίαν να δημιουργήσουν χωριστούς χώρους νοσηλείας ειδικά για τους παράνομους μετανάστες, ανεξαρτήτως του αν αυτοί είναι ή όχι φορείς μολυσματικών ασθενειών.

Πρέπει να τονιστεί ότι η απόλαυση του δικαιώματος στην υγεία, όπως κατοχυρώνεται στο άρ. 5 παρ. 5 του Σ., πρέπει να γίνεται χωρίς διακρίσεις, κατά τρόπο που να διασφαλίζεται η ίση πρόσβαση στην κατάλληλη ποιότητα περίθαλψης (βλ. άρ. 3 ν. Σύμβασης για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα και τη Βιοϊατρική). Αν κάτι έχουμε μάθει από το κίνημα για την κατάργηση των διακρίσεων είναι ότι κάθε διαχωρισμός (segregation) αποτελεί διάκριση. Ο διαχωρισμός ασθενών κατά τη νοσηλεία τους όχι βάσει του αν είναι φορείς μολυσματικών ασθενειών ή όχι, αλλά του αν έχουν νομιμοποιητικά έγγραφα παραμονής στη χώρα ή όχι, προσβάλει ευθέως την αξιοπρέπεια του ατόμου και το θεμελιώδες δικαίωμα στη μη διάκριση (βλ. και άρ. 3 του Δ.Υ.Κ. του Π.Ο.Υ.). Σύμφωνα με το Δελτίο Τύπου του ΥπΥΚΑ της 2.4.2012 «σε περίπτωση που χρειαστεί νοσηλεία παράνομων μεταναστών τα νοσοκομεία θα διαθέτουν ειδικούς θαλάμους νοσηλείας, όπως επίσης και σε περίπτωση που σημειωθούν κρούσματα μολυσματικών ασθενειών».

Με την εγκύκλιο αυτή ζητείται κατ’ ουσίαν από τις διοικήσεις των νοσοκομείων να διαμορφώσουν ειδικούς, χωριστούς χώρους για τη νοσηλεία μεταναστών χωρίς νομιμοποιητικά έγγραφα.

Από τη διατύπωση της εγκυκλίου προκύπτει ότι η υποχρέωση αυτή υπάρχει ανεξαρτήτως του αν οι μετανάστες παρουσιάζουν ή όχι συμπτώματα μολυσματικών ασθενειών.

Τέλος, η πρόβλεψη στην Υ.Δ. (αρ. 2 παρ. 4) της υποχρέωσης των ιατρών να αναφέρουν στις αστυνομικές ή εισαγγελικές αρχές κάθε παραβίαση των διατάξεών της περί πιστοποιητικού υγείας κλπ αποτελεί εν τοις πράγμασι αποτρεπτικό παράγοντα για τον ασθενή μετανάστη προκειμένου να ζητήσει ιατροφαρμακευτική περίθαλψη με αποτέλεσμα να μπορεί τελικώς να δημιουργήσει μείζον πρόβλημα τόσο για τη δημόσια υγεία (σε περίπτωση που ο μετανάστης όντως νοσεί από μεταδοτική ασθένεια) όσο και για την υγεία και τη ζωή του ίδιου του ασθενή.

β. Τα «κέντρα κράτησης»

Ως αποτελεσματικό τρόπο επίλυσης ενός προβλήματος που προκλήθηκε όχι μόνο – ούτε καν κυρίως – από την αύξηση των μεταναστευτικών ροών, αλλά από την – συνειδητή ή μη – επί σειρά ετών απουσία οποιασδήποτε ορθολογικής διαχείρισής του και την αδυναμία και, γιατί όχι, απροθυμία απορρόφησης ακόμα και ενός ελάχιστου ποσοστού των ευρωπαϊκών κονδυλίων-μαμούθ που έλαβε η χώρα μας, προκρίθηκε η δημιουργία άρον-άρον 30 κέντρων κράτησης σε όλη την Ελλάδα, όπου θα υπάρχει η δυνατότητα να κρατηθούν 30.000 αλλοδαποί.

Σύμφωνα δε με το προοίμιο της πράξης νομοθετικού περιεχομένου της 21ης Μαρτίου 2012 για τη «Ρύθμιση θεμάτων συμβάσεων που αφορούν Κέντρα Πρώτης Υποδοχής και εγκαταστάσεων κράτησης παράνομα διαμενόντων στη χώρα αλλοδαπών και τρόπο φύλαξης αυτών», συντρέχει έκτατη περίπτωση «εξαιρετικά επείγουσας και απρόβλεπτης ανάγκης για τη δημιουργία και άμεση λειτουργία εγκαταστάσεων κράτησης παρανόμως διαμενόντων στη χώρα αλλοδαπών που έχουν κατακλύσει το Κέντρο της πρωτεύουσας και άλλες μεγάλες πόλεις, δημιουργώντας σοβαρά προβλήματα στην ασφάλεια, την κοινωνική συνοχή, τη δημόσια υγεία και την οικονομία».

Η άνω πράξη νομοθετικού περιεχομένου είναι αντισυνταγματική για δύο λόγους: Πρώτον, το Σύνταγμα προβλέπει κατ εξαίρεση έκτακτη νομοθετική διαδικασία από την κυβέρνηση και τον ΠτΔ όταν υπάρχει εξαιρετικά επείγουσα και απρόβλεπη ανάγκη.

Η διαμονή μεταναστών χωρίς νομιμοποιητικά έγγραφα σε μεγάλες πόλεις της χώρας δεν είναι μια απρόβλεπτη κατάσταση.

Απασχολεί το νομοθέτη τα τελευταία είκοσι έτη και υπάρχουν νομοθετικές ρυθμίσεις οι οποίες την αντιμετωπίζουν.

Δεν πρόκειται για κάποιο σεισμό, πλημμύρα ή κάποια άλλου είδους φυσική καταστροφή ή έκτακτη ανάγκη την οποία ο νομοθέτης δεν είναι δυνατόν να έχει προβλέψει και χρειάζεται έκτακτη αντιμετώπιση από την κυβέρνηση και τον ΠτΔ. Δεύτερον το μόνο που ρυθμίζει είναι η φύλαξη των μεταναστών που θα περιορίζονται- κρατούνται στα κέντρα, και συγκεκριμένα ότι μπορούν ιδιωτικές εταιρείες φύλαξης να ασκούν αυτή την αρμοδιότητα.

Ωστόσο η φύλαξη ανθρώπων που κρατούνται – περιορίζονται στη βάση διοικητικών ή υλικών πράξεων της ελληνικής διοίκησης – αστυνομίας, ανήκει στον σκληρό πυρήνα της κυριαρχίας της ελληνικής πολιτείας και δεν μπορεί να παραχωρηθεί σε ιδιώτες.

Το κράτος είναι το μόνο υπεύθυνο για τον σεβασμό των δικαιωμάτων τους κατά τη διάρκεια της κράτησης που συνιστά περιορισμό της προσωπικής ασφάλειας και ελευθερίας, ενός από τα πιο βασικά ανθρώπινα δικαιώματα που κατοχυρώνεται στο Σύνταγμα και Σε διεθνείς Συμβάσεις.

Πέρα από το επιχείρημα της κατάστασης έκτακτης ανάγκης, πρόσφατα έχει τεθεί ως δικαιολογητικός λόγος των άνω ρυθμίσεων το ζήτημα του κινδύνου εξόδου της Ελλάδας από το Schengen, το οποίο φυσικά όλοι όσοι ασχολούνται σοβαρά με το ζήτημα γνωρίζουν ότι δεν προέκυψε τώρα, αλλ’ αντίθετα είναι υπαρκτό εδώ και τουλάχιστον ένα χρόνο.

Την ίδια στιγμή δε αναφέρεται ότι οι παραπάνω ενέργειες υπαγορεύονται δήθεν από τις διεθνείς υποχρεώσεις της χώρας μας.

Είναι ωστόσο εφικτός ο στόχος που ευαγγελίζονται οι υπουργοί;

Θα μπορέσει να αντιμετωπιστεί έτσι, έστω και σε ελάχιστο βαθμό, το μεταναστευτικό;

Θα επιλυθούν τα εξ αυτού δημιουργηθέντα προβλήματα σχετικά με την ασφάλεια, την κοινωνική συνοχή, τη δημόσια υγεία και την οικονομία;

Και κυρίως, η ως άνω πρόταση αποτελεί αφεαυτή κατάλληλο κι ενδεδειγμένο τρόπο αντιμετώπισης του μεταναστευτικού;

Είναι αλήθεια ότι από μια ρεαλιστική προσέγγιση του ζητήματος προκύπτουν τα ακόλουθα: αυτή τη στιγμή βρίσκονται στην Ελλάδα περίπου 400.000 αλλοδαποί χωρίς νομιμοποιητικά έγγραφα, αριθμός πολύ μεγάλος –ομολογουμένως- για μια χώρα όπως η Ελλάδα, το συντριπτικά μεγαλύτερο ποσοστό των οποίων διαμένει στο κέντρο της Αθήνας.

Ακόμα λοιπόν και εάν απομακρυνθούν 30.000 εξ αυτών και μεταφερθούν σε κέντρα κράτησης είναι εξαιρετικά αμφίβολο το κατά πόσο θα υπάρξει ορατή βελτίωση στο κέντρο της Αθήνας.

Δεύτερον η μεταφορά τους σε εγκαταλελειμμένα στρατόπεδα και άλλες αχρησιμοποίητες πεπαλαιωμένες δομές φαντάζει περισσότερο ως μια μετατόπιση των ανθρώπων αυτών παρά ως μια συνολική και υπεύθυνη αντιμετώπιση του ζητήματος.

Και τούτο διότι με τα σημερινά δεδομένα αφενός μεν δεκάδες χιλιάδες άνθρωποι θα εξακολουθήσουν να παραμένουν εγκλωβισμένοι στα γρανάζια του εξαιρετικά ανεπαρκούς, αργού και αναποτελεσματικού συστήματος ασύλου, το οποίο όμως τους καθιστά μη απελάσιμους για χρόνια, αφετέρου δε οι ρυθμοί απελάσεων θα παραμείνουν εξαιρετικά χαμηλοί.

Αρκεί να αναφερθεί ότι αυτή τη στιγμή εκκρεμούν 3.000 αιτήσεις αλλοδαπών στο Διεθνή Οργανισμό Μετανάστευσης, στα πλαίσια του συγχρηματοδοτούμενου από την Ε.Ε. προγράμματος εθελοντικού επαναπατρισμού, οι οποίες δεν προωθούνται λόγω της αδυναμίας της Ελλάδας να αναλάβει το κόστος του 25% της χρηματοδότησης που της αναλογεί.

Σε αυτό το σημείο μάλιστα εύλογα ερωτηματικά γεννά το γεγονός ότι η πολιτεία δεν ζητά, όπως έχει δικαίωμα, να μειωθεί η συμμετοχή της στο 5% της χρηματοδότησης του προγράμματος.

Το παράδοξο είναι μάλιστα ότι μέχρι σήμερα δεν έχει εφαρμοστεί ο νόμος 3907/2011 αναφορικά με τις οικειοθελείς αναχωρήσεις, όταν δηλαδή ο αλλοδαπός αναλαμβάνει να καλύψει αποκλειστικά εξ ιδίων τα έξοδα του ταξιδιού του.

Και τέτοιες περιπτώσεις έχουν παρουσιαστεί πολλάκις.

Μάλιστα ορισμένες εξ αυτών δεν προχώρησαν λόγω του ότι η Ελληνική Αστυνομία δεν μπορούσε να διαθέσει όχημα για τη μεταγωγή τους από την επαρχία στην Αθήνα, ενώ άλλες επειδή δεν έχει εκδοθεί ερμηνευτική εγκύκλιος και οι αστυνομικές αρχές δεν γνωρίζουν τι διαδικασία να ακολουθήσουν.

Ένα ακόμη πολύ σημαντικό ερώτημα που τίθεται αφορά το ποιοι θα κρατούνται στα άνω κέντρα κράτησης. Και τούτο διότι οι μεταναστευτικές ροές είναι μεικτές, δηλαδή εκτός από οικονομικούς μετανάστες (οι κατεξοχήν απελάσιμοι) υπάρχουν και άτομα που ανήκουν σε ευάλωτες ομάδες, όπως λ.χ. πρόσφυγες, αιτούντες άσυλο, θύματα trafficking, ασυνόδευτοι ανήλικοι κ.ά., οι οποίοι κατά νόμο χρήζουν ιδιαίτερης αντιμετώπισης.

Ωστόσο το μεγαλύτερο μέρος αυτών δεν έχει καταγραφεί και ο τρόπος με το οποίον πραγματοποιούνται οι επιχειρήσεις «σκούπα» της ελληνικής αστυνομίας δεν αφήνει καμία αμφιβολία για το ότι δεν πρόκειται να καταγραφούν, γεγονός που θέτει σοβαρά ζητήματα νομιμότητας των άνω μέτρων.

Συγκεκριμένα ο Υπουργός αντιστρέφει όλη τη λογική του 3907/2011 και της οδηγίας 2008/115 που ορίζει την κράτηση όχι ως το πρώτο αλλά ως το τελευταίο μέσο του κράτους για να υλοποιήσει τελικά την απομάκρυνση.

Τόσο ο νόμος 3907/2011 όπως και η οδηγία 2008/115 έχει ως κύριο πεδίο εφαρμογής αυτούς που εκπίπτουν από τη νομιμότητα, ενώ στο άρθρο 30 του νόμου ρυθμίζονται τα ζητήματα που αναφύονται από την κράτηση υπηκόων τρίτων χωρών οι οποίοι υπόκεινται σε διαδικασία επιστροφής και όχι απέλασης, η οποία, ως θεσμός που έχει εισαχθεί με το άρθρο 76 του ν. 3386/2005, εξακολουθεί να εφαρμόζεται για τις περιπτώσεις των υπηκόων τρίτων χωρών που προβλέπονται από την παρ. 1 του άρθρου αυτού (76 ν. 3386/2005) και δεν εμπίπτουν στο κρίσιμο ευνοϊκότερο καθεστώς των διατάξεων του Γ΄ κεφαλαίου του ν. 3907/2011.

Επιπρόσθετα οι αιτούντες άσυλο δεν κρατούνται υπό το ισχύον νομοθετικό καθεστώς ( άρθρο 13 π.δ. 114 /2010) παρά μόνο κατ’ εξαίρεση.

Ο νόμος 3907/2011 ορίζει περί κέντρων φιλοξενίας για τους αιτούντες άσυλο τα οποία, εφόσον δεν ορίζεται διαφορετικά νοούνται ως ανοικτά, σύμφωνα με την οδηγία την οποία ο νόμος ( 115/2008) ενσωματώνει. Αλλά ούτε αυτά έχουν ακόμα ιδρυθεί.

Τέλος ο προς επιστροφή αλλοδαπός υπήκοος τρίτης χώρας κρατείται για την προετοιμασία της επιστροφής και τη διεκπεραίωση της διαδικασίας απομάκρυνσης, εφόσον δεν δύνανται να εφαρμοσθούν αποτελεσματικά άλλα επαρκή και λιγότερο επαχθή μέτρα και συντρέχουν οι προβλεπόμενοι στην οικεία διάταξη λόγοι (παρ. 1), η κράτηση συνεχίζεται για το χρονικό διάστημα που πληρούνται οι όροι της παραγράφου 1 και είναι αναγκαία να διασφαλισθεί η επιτυχής απομάκρυνση.

Το ανώτατο όριο κράτησης δεν μπορεί να υπερβαίνει το εξάμηνο (παρ. 5), ενώ μπορεί να παραταθεί για περιορισμένο χρόνο που δεν υπερβαίνει τους δώδεκα μήνες, στις περιπτώσεις κατά τις οποίες παρά τις εύλογες προσπάθειες των αρμοδίων υπηρεσιών η επιχείρηση απομάκρυνσης είναι πιθανόν να διαρκέσει περισσότερο επειδή:

α) ο υπήκοος της τρίτης χώρας αρνείται να συνεργασθεί ή

β) καθυστερεί η λήψη των αναγκαίων εγγράφων από τρίτες χώρες.

Αναφορικά με αυτούς που διαμένουν ήδη στην επικράτεια, μπορούν σύμφωνα με το νόμο να ενταχθούν σε διαδικασίες πρώτης υποδοχής, μόνο αν δεν έχουν κάποιο έγγραφο που να βεβαιώνει την ταυτότητά τους.

Αυτή τη στιγμή, εφόσον δεν έχουν δημιουργηθεί Κέντρα Πρώτης Υποδοχής, μπορούν να κρατηθούν μόνο όσοι έχουν πράξη απέλασης και δεν έχουν φύγει οικειοθελώς εντός μήνα από την απόφαση. Αν έχουν όμως ήδη κρατηθεί ενόψει απέλασης και αυτή δεν ήταν εφικτή, τότε είναι μη απελάσιμοι και δεν γίνεται να ξανακρατηθούν.

Πρόκειται για τους οι «de facto μη απελάσιμους», αυτούς δηλαδή που η πολιτεία ό,τι και αν κάνει δεν μπορεί για αντικειμενικούς λόγους να επιστρέψει στην χώρα τους.

Σημειωτέον ότι για την κατηγορία αυτή το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου έχει κρίνει την κράτηση παράνομη, ακριβώς διότι αποδεδειγμένα η απέλασή τους είναι με τα ελληνικά δεδομένα πρακτικά ανέφικτη.

Αλλά Α ακόμα και για τους θεωρητικά απελάσιμους πρέπει να επισημανθεί ότι με το ρυθμό με τον οποίον σήμερα πραγματοποιούνται οι απελάσεις θα απαιτηθεί για κάποιους μετανάστες διάστημα τουλάχιστον 15 ετών μέχρι εν τέλει να επιστραφούν στη χώρα τους, ενώ είναι αυτονόητα παράνομη, αντισυνταγματική και αντικείμενη στις διεθνείς συνθήκες η κράτησή τους ενόψει απέλασης για διάστημα ανώτερο των 18 μηνών.

Επομένως ποια η σκοπιμότητα και η νομιμότητά κράτησής τους σε στρατόπεδα χωρίς την ανάλογη επιτάχυνση και εν τέλει υλοποίηση των διαδικασιών απομάκρυνσης;

Σε κάθε περίπτωση η εμπειρία στο μεταναστευτικό αλλά και το γενικότερο ζήτημα της κράτησης στην Ελλάδα, έχουν καταδείξει την απόλυτη αποτυχία της πολιτείας αναφορικά με την εξασφάλιση συνθηκών κράτησης σύμφωνων με τα διεθνή στάνταρ, η οποία μάλιστα δεν αφορά μόνο τους αλλοδαπούς, αλλά και τους ημεδαπούς, ακόμα και αυτούς που κρατούνται σε φυλακές και όχι σε κρατητήρια (πλούσια νομολογία του ΕΔΔΑ για το θέμα αυτό).

Υπό τα παραπάνω δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι τα 30 νέα κέντρα κράτησης, τα οποία μάλιστα υποτίθεται ότι θα είναι έτοιμα μέσα σε ένα μήνα, δεν θα κατασκευαστούν κατά τρόπο που να διασφαλίζουν αξιοπρεπείς συνθήκες διαβίωσης στους κρατούμενους, η δε κράτηση ανθρώπων σε αυτά θα θέτει σημαντικότατα ζητήματα παραβίασης θεμελιωδών δικαιωμάτων τους κατά το Σύνταγμα και κατ’ άρθρο 3 της ΕΣΔΑ.

Εν κατακλείδι, ο τρόπος με τον οποίο για μια ακόμα φορά ενόψει εκλογών επιχειρείται να αντιμετωπιστεί από την πολιτεία το ζήτημα της μετανάστευσης δεν πρόκειται να επιλύσει κανένα πρόβλημα σχετικά με την ασφάλεια, την κοινωνική συνοχή, τη δημόσια υγεία και την οικονομία, όπως ισχυρίζονται οι δύο υπουργοί πολιτευόμενοι στη Β’ Αθηνών, η οποία (τυχαίνει να) είναι και η μεγαλύτερη εκλογική περιφέρεια της χώρας.

Το επιχειρησιακό πλάνο δεν είναι καν νέο ούτε καινοτόμο, καθώς ακολουθεί την πεπατημένη και πλήρως αποτυχημένη πολιτική όλων των ελληνικών κυβερνήσεων τα τελευταία χρόνια που βασιζόταν αποκλειστικά και μόνο στην αποτροπή και την καταστολή και που εξέθρεψε την κατάσταση στο κέντρο της Αθήνας.

Σίγουρα η κΣράτηση 30 από τους 400 χιλιάδες παράνομους δεν θα λύσει το πρόβλημα, όπως ο φράχτης του Έβρου των 12,5 χλμ. δεν πρόκειται να ανακόψει της μεταναστευτικές ροές σε μία χώρα με ακτογραμμή 15.000 χλμ.

Γι’ αυτό άλλωστε ούτε ο φράχτης ούτε τα 30 νέα κέντρα κράτησης δεν έλαβαν έγκριση για χρηματοδότηση από την αρμόδια Επίτροπο Cecilia Malmström.

Το μεταναστευτικό ζήτημα δεν θα αντιμετωπιστεί αν δεν τεθεί άμεσα σε εφαρμογή ο Ν. 3907/2011, που προβλέπει την ίδρυση και λειτουργία Κέντρων Πρώτης Υποδοχής, αν δεν ξεμπλοκαριστεί το άσυλο και δεν λειτουργήσει η νέα υπηρεσία ασύλου, αν δεν εφαρμοστούν στην πράξη οι υπάρχουσες νομοθετικές ρυθμίσεις για τις οικειοθελείς αποχωρήσεις και τη δυνατότητα παροχής 6μηνων βεβαιώσεων αναβολής απέλασης για τους μη απελάσιμους, αν δεν χρηματοδοτηθεί το πρόγραμμα εθελοντικού επαναπατρισμού του ΔΟΜ και τελικά αν δεν αποφασίσει επιτέλους η ελληνική πολιτεία να ασχοληθεί σοβαρά και ολοκληρωμένα με το ζήτημα αντί να προβαίνει σε τέτοιου είδους σπασμωδικές, δαπανηρές και εντέλει αναποτελεσματικές και επικίνδυνες ενέργειες.


ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ


Το μεταναστευτικό δεν είναι εύκολο θέμα και δεν προσφέρεται για αναγνώσεις συναισθηματικού περιεχομένου (ένθεν και ένθεν) πολλώ δε μάλλον προεκλογικής ρητορείας. Η δυνατότητα του ελληνικού κράτους να μπορέσει στοιχειωδώς να ανταποκριθεί στην επείγουσα ανάγκη συσσωμάτωσης της πλειοψηφίας των μεταναστών στη χώρα δεν είναι καθόλου δεδομένη, κυρίως στη σημερινή συγκυρία όπου ένα μεγάλο ποσοστό Ελλήνων ωθείται με δραστικό τρόπο στην φτώχεια και τον κοινωνικό αποκλεισμό.

Το δίλημμα «ενσωμάτωση – αποκλεισμός», λοιπόν είναι δίλημμα που τίθεται με εμφατικό τρόπο για όλους, Έλληνες και μετανάστες.

Εκ πρώτης όψεως παραδόξως, ο γηγενής πληθυσμός μπορεί να εξωθηθεί προς το περιθώριο εξ ίσου ή και περισσότερο εύκολα από τους μετανάστες καθώς οι τελευταίοι λόγω των συγκριτικά περισσότερων δυσκολιών και αδικιών που έχουν αντιμετωπίσει στην ελληνική αγορά εργασίας έχουν αναπτύξει αντοχές που φαίνεται πως λείπουν από ένα μεγάλο τμήμα ελλήνων εργαζομένων.

Με αυτήν την έννοια, η κρίση παρουσιάζει αμφίσημα αποτελέσματα σε σχέση με τους μετανάστες: ναι μεν ωθεί ένα τμήμα τους στην περιχαράκωση και τον αποκλεισμό, ωστόσο εξαιτίας των οξυμένων αντανακλαστικών αυτοσυντήρησης, η απόσταση που χωρίζει ένα άλλο τμήμα του μεταναστευτικού πληθυσμού από γηγενείς δείχνει να μικραίνει.

Οι αντίρροπες αυτές διεργασίες δείχνουν πόσο σύνθετο είναι το ζήτημα της διαχείρισης της μετανάστευσης στην Ελλάδα του 2012 αλλά και ταυτόχρονα πόσο επείγον και απαραίτητο είναι για το ελληνικό κράτος να σκεφτεί – σοβαρά επιτέλους – μια στρατηγική για το μεταναστευτικό.


Μπορεί να διερωτηθεί κανείς: «μα σε αυτή τη συγκυρία;»

Η απάντηση είναι δυστυχώς: «ειδικά σε αυτή τη συγκυρία».