Τρίτη 13 Οκτωβρίου 2015

Ελληνική Ένωση για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου / Κοινοποίηση Επιστολής προς Υπουργείο Δικαιοσύνης και Υπουργείο Οικονομικών

Προς:
Υπουργό Δικαιοσύνης, κ. Νίκο Παρασκευόπουλο
Υπουργό Οικονομικών, κ. Ευκλείδη Τσακαλώτο
Αναπληρωτή Υπουργό Οικονομικών, κ. Τρύφωνα Αλεξιάδη
Κοιν.: Συνήγορο του Πολίτη, κυρία Καλλιόπη Σπανού
Εθνική Επιτροπή Δικαιωμάτων του Ανθρώπου

Αξιότιμοι κύριοι Υπουργοί,

Το διοικητικό συμβούλιο της Ελληνικής Ένωσης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου επιθυμεί με την παρούσα επιστολή να θέσει υπόψη σας την οπτική της Ένωσής μας σε θέματα αρμοδιότητας του Υπουργείου σας τα οποία εκκρεμούν επί μακρόν.

Στο συνημμένο υπόμνημα εξετάζεται μια σειρά ζητημάτων που αφορούν την εναρμόνιση της ελληνικής έννομης τάξης με το κεκτημένων των δικαιωμάτων του ανθρώπου όπως αυτό οριοθετείται από την ΕΣΔΑ και την ερμηνεία που έχει δώσει το Δικαστήριο του Στρασβούργου μέσα από την “ελληνική” του νομολογία (αρμοδιότητα του υπ. Δικαιοσύνης), αλλά και ζητήματα εκτέλεσης των αποφάσεων με την καταβολή της αποζημίωσης, (αρμοδιότητα του υπ. Οικονομικών). 
Επίσης παρατίθενται προβλήματα που προσκρούουν στις αρχές της δίκαιης δίκης και του δικαιώματος πρόσβασης στην δικαιοσύνη, και ειδικότερα αποτελεσματικότητα και ταχύτητα της δικαιοσύνης, προσωρινή κράτηση, κόστος πρόσβασης στη δικαιοσύνη, απόσπαση ομολογίας με τη βία.

Τέλος, θεωρούμε ότι απαιτείται η κατάρτιση ενός σχεδίου στρατηγικού σχεδιασμού για τα  δικαιώματα του ανθρώπου, το οποίο θα εδράζεται στην πολιτική βούληση της κυβέρνησης να ευθυγραμμίζει πολιτικές και δίκαιο με τις βασικές σταθερές των δικαιωμάτων. 
Ένα τέτοιο σχέδιο προϋποθέτει  την οριζόντια παρέμβαση στα πεδία αρμοδιότητας όλων των υπουργείων και όχι μόνον του υπ. Δικαιοσύνης.

Η Ελληνική Ένωση για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου είναι στη διάθεσή σας να συμβάλει στην κατεύθυνση υλοποίησης των αλλαγών αυτών με κάθε μέσο που θα κριθεί πρόσφορο.

Με τιμή,
Για το Διοικητικό Συμβούλιο της Ελληνικής Ένωσης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου

Ο Πρόεδρος,
Κωνσταντίνος Τσιτσελίκης
Καθηγητής, Παν. Μακεδονίας

ΥΠΟΜΝΗΜΑ

Ι.Εφαρμογή της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και εκτέλεση των αποφάσεων του Δικαστηρίου του Στρασβούργου στην Ελλάδα.

Η επίδραση της ΕΣΔΑ στην ελληνική έννομη τάξη υπήρξε καταλυτική κατά τα τελευταία 20 χρόνια. 
Ο δρόμος ήταν μακρύς και επιτυχής σε ορισμένες περιπτώσεις, καθώς οι μεταβολές που επέφερε στο ελληνικό δίκαιο (σε ζητήματα ουσιαστικού και δικονομικού δικαίου) απέτρεψαν νέες παραβιάσεις και κυρίως ενέταξε το ελληνικό δίκαιο εντός του ευρωπαϊκού κεκτημένου των δικαιωμάτων. 
Ωστόσο, μια σειρά ζητημάτων παραμένουν δυσεπίλυτα, ως προς το ισχύον δίκαιο που χρήζει τροποποίησης, αλλά και ως προς την μη καταβολή της επιδικασθείσας αποζημίωσης, που αφορά την εκτέλεση της απόφασης. 
Παρακάτω εκτίθενται συνοπτικά τα προβλήματα και οι τρόποι θεραπείας που προτείνουμε.

Α.Προτάσεις για νομοθετικές παρεμβάσεις για την ενίσχυση της συμβατότητας της νομολογίας ΕΔΔΑ με το ελληνικό δίκαιο.
 
Τα παρακάτω ζητήματα έχουν κριθεί από την νομολογία του Δικαστηρίου ότι παραβιάζουν την Σύμβαση. Απαιτείται νομοθετική παρέμβαση για τη συμμόρφωση με την Σύμβαση και την εξάλειψη κάθε κινδύνου επανάληψης της παραβίασης, όπως επιτάσσει το άρθρο 46 ΕΣΔΑ. 

·Τροποποίηση του νόμου 3719/2008
Σε συμμόρφωση με την απόφαση Vallianatos et autres c. Grèce, θα ήταν σκόπιμο να τροποποιηθεί το άρθρο 1 του προαναφερθέντος νόμου, ώστε να περιλαμβάνει στο πεδίο εφαρμογής του και τα ομόφυλα ζευγάρια.
Αποτελεί την πιο εύκολη συμμόρφωση με την πρόσφατη νομολογία του ΕΔΔΑ, καθώς χρειάζεται απλώς να απαλειφθεί η φράση «αντίθετου φύλου» από το άρθρο 1.

·Τροποποίηση του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας και του Προεδρικού Διατάγματος 18/1989.  
Θα ήταν σκόπιμη η πρόβλεψη στα δύο κείμενα της δυνατότητας επαναφοράς εκ νέου της δίκης ενώπιον των πολιτικών δικαστηρίων αλλά και του Συμβουλίου της Επικρατείας σε περίπτωση προηγούμενης διαπίστωσης παραβίασης της ΕΔΔΑ σε ό,τι αφορά δίκη ενώπιον των πολιτικών δικαστηρίων ή/και του Συμβουλίου της Επικρατείας. 
Η πρόβλεψη θα μπορούσε να γίνει κατά το πρότυπο του άρθρου 525 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας. 
Θα ήταν πολύ χρήσιμη εξέλιξη του εθνικού δικαίου, καθώς θα δινόταν η δυνατότητα πραγματικής αποκατάστασης της ζημίας που υπέστη ο προσφεύγων από απόφαση των εθνικών πολιτικών δικαστηρίων ή του ΣτΕ, ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά δικονομικά (και όχι μόνο) δικαιώματα. 
Σημειωτέον, ότι το ελληνικό δημόσιο θα μπορεί κατ΄ αυτόν τον τρόπο να εξοικονομήσει και χρήματα τα οποία θα δαπανούσε για την καταβολή δίκαιης ικανοποίησης σε περίπτωση παραβίασης της ΕΔΔΑ. 
Εάν, όμως, είναι δυνατή η επανάληψη της δίκης, τότε το ΕΔΔΑ, βάσει του άρθρου 46 της ΕΣΔΑ, θα μπορεί να παραπέμπει στο εθνικό δίκαιο και να επισημαίνει ότι η βέλτιστη αποκατάσταση της ζημίας θα ήταν η επανάληψη της δίκης.

·Νόμοι 4055/2012 και 4239/2014 σχετικά με την αποζημίωση για υπερβολική διάρκεια διαδικασιών ενώπιον των δικαστηρίων. 
Ως γνωστόν, το αποζημιωτικό ένδικο μέσο που προβλέπεται από αυτά τα νομοθετήματα έχει κριθεί αποτελεσματικό με τις αποφάσεις Techniki Olympiaki και Xynos κατά Ελλάδας
 Ωστόσο, θα ήταν σκόπιμες βελτιώσεις τόσο σε επίπεδο νόμου όσο και δικαστικής πρακτικής. 
Σε επίπεδο νόμου, θα ήταν σκόπιμη η πρόβλεψη δυνατότητας άσκησης αποζημιωτικής προσφυγής που θα καλύπτει το σύνολο του διαδραμόντος χρόνου και όχι, όπως σήμερα προβλέπεται, μετά το πέρας ξεχωριστά καθενός βαθμού δικαιοδοσίας. 
Επίσης, σε ό,τι αφορά τη δικαστική πρακτική, θα έπρεπε τα διοικητικά δικαστήρια να αυξήσουν τις επιδικαζόμενες αποζημιώσεις, διότι για την ώρα, και με εξαίρεση το Συμβούλιο της Επικρατείας, αυτές υπολείπονται των ποσών που επιδικάζονται από το ΕΔΔΑ.

·Κράτηση υπό απέλαση αλλοδαπών.
Οι αλλαγές που θα μπορούσαν να προταθούν σχετικά με αυτό το ζήτημα είναι πολλές.
Περιορίζομαι σε μία που αφορά περισσότερο τη δικαστική πρακτική. 
Κατά την εξέταση των αντιρρήσεων που προβλέπονται από το άρθρο 76 παρ.5 του νόμου 3386/2005, θα πρέπει το αρμόδιο δικαστήριο να λαμβάνει ουσιαστικά υπ΄όψιν του τις συνθήκες κράτησης του υπό απέλαση αλλοδαπού. 
Σε αντίθετη περίπτωση, ο αλλοδαπός δεν διαθέτει στην πράξη ένδικο μέσο για να παραπονεθεί για τις συνθήκες κράτησης.  Αυτό έχει κριθεί κατ’επανάληψη από το Δικαστήριο (Mahammad και άλλοι κατά Ελλάδας, 48352/12, 15.1.2015). 
Μάλιστα με την λογική αυτή είχε τροποποιηθεί το σχετικό άρθρο πριν λίγα χρόνια, χωρίς όμως και πάλι να είναι επιτακτική για τον δικαστή η διατύπωση προς την κατεύθυνση αυτή.


Β. Προτάσεις σχετικά με την εκτέλεση, ως προς την καταβολή της αποζημίωσης.

Τα τελευταία χρόνια έχουν παρατηρηθεί προβλήματα στην καταβολή της αποζημίωσης που έχει επιδικαστεί από το Δικαστήριο στο θύμα της παραβίασης. 
Η Ελλάδα ήταν από τα κράτη που δεν είχαν ποτέ τέτοιου είδους προβλήματα. 
Τα νομικά και γραφειοκρατικά προσκόμματα όμως που έχουν τεθεί ως προς τις πληρωμές από το Δημόσιο, κυρίως
α) με την τροποποίηση που επέφερε ο ν.4274/14 στο άρθρου 83 του Κ.Ε.Δ.Ε. σχετικά με τους συμψηφισμούς και 
β) με  την Υ.Α. 2/107929/0026/1-12-2013 σχετικά με την εξόφληση χρηματικών ενταλμάτων από τις Υπηρεσίες Δημοσιονομικού Ελέγχου, οδήγησαν στην μη εκτέλεση πλήθος υποθέσεων. 
Η εκκρεμότητα αυτή μεγεθύνει τους τόκους υπερημερίας υπέρ των δικαιούχων και βέβαια μακραίνει τον κατάλογο των ανεκτέλεστων υποθέσεων στη Υπηρεσία Εκτέλεσης Αποφάσεων ΕΔΔΑ του Συμβουλίου της Ευρώπης οδηγώντας στην συρρίκνωση της αξιοπιστίας της Ελλάδας στους κόλπους του Συμβουλίου της Ευρώπης και στην ουσιαστική άρνηση των υποχρεώσεών της στα θύματα εγνωσμένης παραβίασης, σύμφωνα με το άρθρο 46 ΕΣΔΑ. 
Τα ζητήματα αυτά είναι τα παρακάτω, στα οποία προτείνεται η αντίστοιχη θεραπεία.

1. Συμψηφισμός του ποσού της αποζημίωσης από παραβίαση της ΕΣΔΑ με οφειλές προς το Δημόσιο δεν χωρεί σε περιπτώσεις παραβίασης συγκεκριμένων δικαιωμάτων λόγω της φύσης τους (προστασίας ζωής, από βασανιστήρια, ατιμωτική ή απάνθρωπη μεταχείριση, καταναγκασμός σε εργασία). 
Είναι ένα ζήτημα στο οποίο έχει τοποθετηθεί και το Δικαστήριο υπογραμμίζοντας ότι η φύση της παραβίασης δεκτική σε ηθική ικανοποίηση θα πρέπει να μην τίθεται σε συμψηφισμό λογιστικού χαρακτήρα.

Πρόταση: Η εξαίρεση ως ασυμψήφιστων των ποσών που επιδικάζονται από το ΕΔΔΑ (και άλλα δικαστήρια) για παραβίαση των άρθρων 2, 3 και 4 ΕΣΔΑ (των δικαιωμάτων που προαναφέρθηκαν). Η προσθήκη μιας παραγράφου στο άρθρο 83 του Κώδικα Εισπράξεως Δημοσίων Εσόδων με την οποία θα οριζόταν το ακατάσχετο των αποζημιώσεων του ΕΔΔΑ θα έλυνε το ζήτημα.

2.Αντικειμενική αδυναμία αλλοδαπών να προσκομίσουν τα απαιτούμενα από την Υ.Α. 2/107929/0026/1-12-2013 δικαιολογητικά (ΑΦΜ και τραπεζικό λογαριασμό). 
Στην πράξη έχει διαπιστωθεί αδυναμία καταβολής αποζημίωσης σε αλλοδαπούς 
α) στερούμενους ταξιδιωτικών εγγράφων και νόμιμης διαμονής, 
β) κατόχους ταξιδιωτικών εγγράφων αλλά στερούμενους νόμιμης διαμονής και 
γ) υπηκόους κρατών – μελών της ΕΕ που είτε δεν κατέχουν ταξιδιωτική έγγραφα είτε έχουν λήξει και η πρεσβεία της χώρας τους αρνείται να τους τα εκδώσει επειδή είναι κρατούμενοι και αδυνατούν να παρουσιαστούν αυτοπροσώπως σε αυτήν. 
Βάσει του άρθρου 26 ν. 4251/2014 οι δημόσιες υπηρεσίες υποχρεούνται να μην παρέχουν τις υπηρεσίες τους σε πολίτες τρίτων χωρών που στερούνται ταξιδιωτικών εγγράφων και άδειας διαμονής. 
Επιπρόσθετα, οι αλλοδαποί που δεν κατέχουν νόμιμη άδεια διαμονής δεν δικαιούνται να εκδώσουν Α.Φ.Μ., ακόμα και εάν προσκομίσουν ταξιδιωτικό έγγραφο. 
Ακολούθως, βάσει του ν. 691/2008 και της απόφασης της Επιτροπής Τραπεζικών και Πιστωτικών Θεμάτων 281/5/17.3.2009 της Τράπεζας της Ελλάδος, όπως ισχύουν, καθιερώθηκε ειδικό ρυθμιστικό πλαίσιο αναφορικά με την πρόληψη της χρησιμοποίησης του χρηματοπιστωτικού συστήματος με σκοπό τη νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας. 
Σε εφαρμογή αυτού του ρυθμιστικού πλαισίου, οι τράπεζες είναι υποχρεωμένες να μην πραγματοποιούν καμία συναλλαγή, αν δεν έχουν προηγουμένως πιστοποιήσει και επαληθεύσει την ταυτότητα του συναλλασσομένου. 
Έχουν, επίσης, την υποχρέωση να ζητούν από την πελατεία τους στοιχεία, όπως νομιμοποιητικά έγγραφα, έγγραφα πιστοποίησης της ταυτότητας του πελάτη, εκκαθαριστικό σημείωμα φορολογίας εισοδήματος ή/και δήλωση φορολογίας εισοδήματος, δικαιολογητικά συναλλαγών, κ.λπ. και να τηρούν τα στοιχεία αυτά σε αρχεία. 
Σημειωτέον δε ότι όταν ο δικαιούχος είναι κρατούμενος δεν μπορεί να προβεί σε άνοιγμα λογαριασμού και για τον πρόσθετο λόγω του ότι βάσει του άρθρου 27 ν. 4251/2014 για κατάρτιση συμβολαιογραφικού πληρεξουσίου, το οποίο ζητεί απαρέγκλιτα η τράπεζα, απαιτείται ομοίως η προσκόμιση δικαιολογητικού νόμιμης διαμονής. 
Αν και στο παρελθόν είχαν βρεθεί τρόποι για καταβολή στον πληρεξούσιο δικηγόρο, υπάρχει πλέον άρνηση καταβολής, παρά την αντίθεση άποψη του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους το οποίο έχει ζητήσει κατ’ επανάληψη την πληρωμή των αποζημιώσεων σε εκτέλεση των αποφάσεων. 

Πρόταση: Να γίνει σαφές με υπουργική απόφαση η ειδική διαδικασία καταβολής των αποζημιώσεων σε αλλοδαπούς χωρίς νομιμοποιητικά έγγραφα. 

3. Άρνηση έκδοσης ΧΕΠ ως προς το ποσό της αποζημίωσης σε πρόσωπο άλλο πέραν του δικαιούχου
Σε πολλές περιπτώσεις, όταν με την απόφαση του ΕΔΔΑ επιδικάζεται αποζημίωση σε πολλούς δικαιούχους, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο ορίζει στο διατακτικό να γίνει η καταβολή σε λογαριασμό που θα υποδείξει ο πληρεξούσιος δικηγόρος.
 Επίσης, πολλές φορές οι ίδιοι οι δικαιούχοι δεν δύνανται να εξουσιοδοτήσουν τρίτα πρόσωπα να εισπράξουν την επιδικασθείσα αποζημίωση αντ’ αυτών. 
Ωστόσο η Υπηρεσία Δημοσιονομικού Ελέγχου προβαίνοντας σε στενή γραμματική ερμηνεία της Υ.Α. 2/107929/0026/1-12-2013 αρνείται να καταβάλλει σε οιονδήποτε πλην του δικαιούχου και, αδυνατώντας να κατανοήσει τη διάκριση μεταξύ δικαιούχου αποζημίωσης και δεκτικού καταβολής, καταστρατηγεί τις διατάξεις του ΑΚ περί πληρεξουσιότητας. 
Ειδικά δε στην πρώτη από τις προαναφερθείσες περιπτώσεις, η παρανόηση αυτή μπορεί να καταστήσει την απόφαση ανεκτέλεστη. 

Πρόταση: Έκδοση ερμηνευτικής εγκυκλίου.

4.   Συχνά οι ΔΟΥ οι οποίες καλούνται να καταβάλουν τις αποζημιώσεις δεν γνωρίζουν την φύση της αποζημίωσης και απαιτούν την πλήρωση προϋποθέσεων, όπως φορολογική ενημερότητα κλπ, οι οποίες δεν απαιτούνται στις περιπτώσεις αυτές, παρά τα όσα ορίζονται στην ΠΟΛ 1274/2013. Τα προσκόμματα αυτά συχνά κρατάνε σε μάκρος με αποτέλεσμα την μην έγκαιρη καταβολή εντός 6μήνου της αποζημίωσης από την δημοσίευση της απόφασης. 

Πρόταση: Η απλοποίηση  της διαδικασίας κεντρικά από το Γενικό Λογιστήριο του Κράτους και η διατύπωση σε ενιαία κανονιστική πράξη των σχετικών προϋποθέσεων καταβολής της αποζημίωσης.


Συνολικά, για την θεραπεία των παραπάνω ζητημάτων ουσιαστικής εναρμόνισης του ελληνικού δικαίου και της μη ορθής ή της άρνησης καταβολής της αποζημίωσης που επιδίκασε το ΕΔΔΑ οι προτάσεις που παρουσιάστηκαν θα μπορούσαν να διατυπωθούν σε ενιαίο νομοθέτημα σε δύο μέρη (ουσίας-εκτέλεσης) για την πληρέστερη, μη αποσπασματική και σαφέστερη αντιμετώπιση των προβλημάτων στο υψηλότερο δυνατόν δικαιικό επίπεδο. 
Επίσης θα μπορούσε να διατυπωθεί ένα «πρωτόκολλο ενεργειών» σε θέματα καταβολής της αποζημίωσης ειδικά των αποφάσεων ΕΔΔΑ (επεξηγώντας όλες τις ειδικές περιπτώσεις που μπορεί να παρουσιαστούν) που να καθοδηγεί το Νομικό Συμβούλιο του Κράτους και το Γενικό Λογιστήριο του Κράτος στη εκτέλεση των αποφάσεων ώστε η διαδικασία να ακολουθείται χωρίς αμφισβητήσεις, γραφειοκρατία, χρονοτριβή και κόστος, ενιαία και άμεσα από όλες τις ΔΟΥ της χώρας.



ΙΙ. Προβλήματα που προσκρούουν στις αρχές της δίκαιης δίκης και του δικαιώματος πρόσβασης στην δικαιοσύνη

1. Τα τελευταία χρόνια έχει αυξηθεί συντριπτικά το κόστος πρόσβασης στη δικαιοσύνη (από τα παράβολα μέχρι την επιβολή ΦΠΑ σε δικηγορικές αμοιβές) χωρίς να υπάρχει αξιόπιστος και πλήρης μηχανισμός νομικής βοήθειας (legal aid) που να διασφαλίζει την πρόσβαση των οικονομικά ασθενέστερων σε αυτή. Για την ακρίβεια διαφαίνεται μια «ανθρωπιστική κρίση» στη δικαιοσύνη, αφού η κατηγορία των οικονομικά ασθενέστερων περιλαμβάνει πλέον την συντριπτική πλειοψηφία των ελλήνων πολιτών (π.χ. στα πλημμελήματα είναι σπάνιο να παραστεί κατηγορούμενος με συνήγορο). 
Πολλώ δε μάλλον αυτό ισχύει για τους αλλοδαπούς μετανάστες. 
Μάλιστα, αυτή η αύξηση του κόστους έχει οδηγήσει στη μείωση των εσόδων του κράτους από τα δικαστήρια κατά ποσοστό 70% περίπου από την έναρξη της κρίσης! 
Πρόκειται για ένα αυτοτροφοδοτούμενο υφεσιακό σπιράλ (καθώς η μείωση αυτή οδηγεί σε νέα αύξηση του κόστος εις το διηνεκές), το οποίο συμπαρασύρει μαζί του τα δικαιώματα των πολιτών.
Μπορεί συνεπώς να μελετηθούν επακριβώς τα δεδομένα των οικονομικών της δικαιοσύνης προκειμένου να προβληθούν λύσεις. 
Επίσης πρέπει να εξετασθεί το παρόν σύστημα νομικής βοήθειας και οι εναλλακτικές του προκειμένου να προβληθούν συγκεκριμένες προτάσεις.

2. Παρά τη μείωση του αριθμού των πολιτών που προσφεύγουν στα δικαστήρια, η μόνη επιτάχυνση στο χώρο της δικαιοσύνης είναι η επιτάχυνση του ρυθμού έκδοσης νόμων που αποσκοπούν σε αυτή (ακόμα και σήμερα ένας από τους τρόπους «επιτάχυνσης» παραμένει η επιτακτική δια νόμου εκδίκαση υποθέσεων και έκδοση αποφάσεων εντός ορισμένου χρονικού διαστήματος που έχει αποτύχει παταγωδώς). 
Χρειάζεται να μελετηθεί συγκεκριμένα με τη των Δικηγορικών Συλλόγων, ο χρόνος που απαιτείται για την έκδοση μιας απόφασης και πόσο έχει μεταβληθεί τα τελευταία χρόνια. 
Παρατηρείται μια σημαντική επιτάχυνση στην εκδίκαση υποθέσεων στα Εφετεία (πολιτικά και ποινικά) και ιδίως όπου έχουν καθορισθεί ειδικά πινάκια. 
Σε κάθε άλλη περίπτωση οι χρόνοι επεκτείνονται στο διηνεκές (παρά μάλιστα την ειδική παραγραφή αδικημάτων που τιμωρούνται με φυλάκιση μέχρι ένα έτος). 
Γιατί συμβαίνει αυτό και πώς μπορούν να αντληθούν παραδείγματα τόσο από την ελληνική εμπειρία, όσο και από τη διεθνή για να βελτιωθεί η κατάσταση αρνησιδικίας (που πάλι πλήττει ιδίως τους οικονομικά ασθενέστερους). 
Απαιτείται μελέτη για τα αποτελέσματα που είχαν οι νόμοι αυτοί στους χρόνους εκδίκασης εν συγκρίσει προς τις διακινδυνεύσεις που έθεσαν στα δικαιώματα των πολιτών (π.χ. με την ίδρυση Μονομελών Εφετείων, ή στον τομέα της προσωρινής προστασίας).
Συλλογή στοιχείων σε συνεργασία με  τις Ενώσεις Δικαστών, Δικαστικών Γραμματέων.

3. Για χρόνια είχε καλλιεργηθεί η εντύπωση ότι η ανεξαρτησία της δικαιοσύνης απαγορεύει οποιονδήποτε έλεγχο, ακόμα και κριτική των δικαστικών αποφάσεων. 
Η αντίληψη αυτή είναι σε προφανή δυσαρμονία και με τις συνταγματικές διατάξεις και με την πλούσια νομολογία του ΕΔΔΑ. 
Υπάρχουν διεθνείς εμπειρίες και συστήματα κοινωνικού ελέγχου που θα συμβάλλουν στην βελτίωση της λειτουργίας του δικαστικού μηχανισμού, αλλά και του περιεχομένου των αποφάσεων μέσα στα επιτασσόμενα από το Σύνταγμα όρια.  
Ιδίως στον τομέα της ποινικής δικαιοσύνης υπάρχει διάχυτη η αίσθηση ότι οι εισαγγελικές αρχές λειτουργούν με εξαιρετικά προβληματικό-συντηρητικό τρόπο παραπέμποντας στα ακροατήρια με ελλιπή στοιχεία κάθε υπόθεση που εισφέρεται ενώπιον τους από το Δημόσιο και ιδίως από τις αστυνομικές αρχές. 
Αντίστοιχα στον τομέα του εργατικού δικαίου πέρα από την κήρυξη των απεργιών παρανόμων και καταχρηστικών, ο συντηρητισμός αυτός έχει επεκταθεί και στο ατομικό εργατικό δίκαιο, που σε συνδυασμό με την ακύρωση εργασιακών δικαιωμάτων και την αδυναμία εκτέλεσης των όποιων θετικών για τον εργαζόμενο αποφάσεων έχει οδηγήσει σε πλήρη εργοδοτική ασυδοσία

4. Παρά τους θεσμούς της πρότυπης ή πιλοτικής δίκης, παρά τις αυστηρές προϋποθέσεις αναιρέσεων στη διοικητική δίκη, το Δημόσιο εξακολουθεί να αποτελεί παράγοντα επιβάρυνσης της διοικητικής –κυρίως- δικαιοσύνης. 
Η επέκταση του θεσμού της ενδικοφανούς προσφυγής και στο φορολογικό τομέα δεν οδήγησε σε αποσυμφόρηση κυρίως επειδή η λειτουργία των σχετικών επιτροπών διέπεται αποκλειστικά από την εισπρακτική λογική. 
Μάλιστα η προσφυγή αυτή απλώς προσέθεσε ένα βάρος για τον προσφεύγοντα χωρίς ούτε να αποσυμφορήσει τη δικαιοσύνη, ούτε να αυξήσει τα φορολογικά έσοδα.


5. Σχετικά με την προσωρινή κράτηση και την υπό όρους απόλυση των κρατουμένων.

            
Α. Το μέτρο της προσωρινής κράτησης παραμένει ένα από τα πιο κρίσιμα στάδια της ποινικής προδικασίας και ένα από τα προβληματικότερα για την ελληνική δικαστηριακή πρακτική. 
Ο αριθμός των υποδίκων, τα οποία τα τελευταία χρόνια κυμαίνεται στο 1/3 περίπου του συνολικού αριθμού των κρατουμένων, έχοντας ανέλθει σε αριθμό ρεκόρ τα έτη 2011, 2012, 2013 όταν και υπερέβησαν τις 4.000 προσωρινά κρατούμενους. 
Σήμερα η κατάσταση είναι βελτιωμένη, κανείς όμως δεν μπορεί να προδικάσει την μη αύξηση του αριθμού  των υποδίκων.
Το μέτρο προβλέπεται και ρυθμίζεται στα άρθρα 282 επ. Κώδικα Ποινικής Δικονομίας και σήμερα επιτρέπεται αποκλειστικά για κακουργήματα με διαφορετικές προϋποθέσεις αναλόγως των ορίων ποινής και κατ΄ εξαίρεση για πλημμελήματα από αμέλεια κατά συρροή.
             
Προσωρινή κράτηση και σεβασμός του τεκμηρίου αθωότητας.

Ένας από τους λόγους για τον οποίο η προσωρινή κράτηση είναι ευρύτατα διαδεδομένη  μεταξύ των δικαστών είναι η αντιμετώπιση της ως προκαταβολή ποινής ή ως «οιονεί ποινή». 
Ενώ ρυθμίζεται ως το απολύτως αναγκαίο μέτρο δικονομικού καταναγκασμού προκειμένου να καταστεί εφικτή η παρουσία του κατηγορουμένου στη δίκη, οι διωκτικές κι ανακριτικές αρχές χρησιμοποιούν ουσιαστικά την προσωρινή κράτηση ως τιμωρητικό μέτρο προεξοφλώντας τη μεταγενέστερη ποινική καταδίκη, παραβλέποντας το τεκμήριο αθωότητας του κατηγορουμένου. 
Σε υποθέσεις δε ευρύτερου ενδιαφέροντος οι οποίες απασχολούν τα ΜΜΕ τα οποία συμμετέχουν με το δικό τους ιδιότυπο τρόπο στην άσκηση της δικαιοσύνης, η προσωρινή κράτηση τείνει να μετατραπεί σε αμάχητο τεκμήριο ενοχής.
             
Απουσία αιτιολογημένης δικαστικής κρίσης.
Ουδέποτε εξειδικεύονται οι λόγοι για τους οποίους δεν επαρκούν οι περιοριστικοί όροι αντί της προσωρινής κράτησης κι επίσης όσο αφορά στην εξειδίκευση “των συγκεκριμένων ιδιαιτέρων χαρακτηριστικών της πράξης” με βάση τα οποία “κρίνεται αιτιολογημένα” σύμφωνα  το άρθρο 282 ΚΠΔ ότι αν αφεθεί ελεύθερος ο κατηγορούμενος είναι πολύ πιθανό να διαπράξει κα άλλα εγκλήματα η αιτιολογία εξαντλείται στην απλή παράθεση της διάταξης του νόμου χωρίς τη συσχέτιση του με κανένα εξωτερικό αντικειμενικό γεγονός.
             
Αναιτιολόγητη εξάντληση του συνταγματικά προβλεπομένου ορίου της 18μηνης κράτησης.

Σύμφωνα με το σύνταγμα η προσωρινή κράτηση δεν μπορεί να υπερβεί τους δεκαοκτώ μήνες. Δικονομικά για να φτάσουμε εκεί προβλέπεται ανά εξάμηνο η κρίση δικαστικού συμβουλίου και η συνδρομή εξαιρετικών συνθηκών. 
Περιττεύει να αναφερθεί ότι σπανίως γίνεται μνεία οποιουδήποτε γεγονότος το οποίο να τυποποιεί την έννοια της εξαιρετικής συνθήκης. 
Έτσι φτάνουμε στα 18μηνα χωρίς καμία αιτιολογημένη και ουσιαστικά ελεγκτέα κρίση.
            
Καταχρηστική υπέρβαση ακόμα και των συνταγματικών ορίων προσωρινής κράτησης.

Η μεθοδολογία η οποία ακολουθείται για συγκεκριμένες κατηγορίες κρατουμένων, οι οποίες συνεχώς διευρύνονται είναι η μέθοδος της διαδοχικής άσκησης ποινικών διώξεων και της  επαναλαμβανόμενης έκδοσης ενταλμάτων προσωρινής κράτησης για συναφείς υποθέσεις κατά παράβαση του άρθρου 6 παρ.4 Συντάγματος και 288ΚΠΔ με συνέπεια να καταργείται αυθαίρετα κάθε συνταγματικό όριο προσωρινής κράτησης και μαζί κάθε έννοια ασφάλειας δικαίου (βλ. περίπτωση Σακκά αλλά και πλειάδας περιπτώσεων άλλων κατηγορουμένων για συγκρότηση και συμμετοχή σε τρομοκρατική οργάνωση οι οποίοι μπορεί να κρατούνται πια βάσει καταδικαστικών αποφάσεων κι όχι ενταλμάτων προσωρινής κράτησης.
 Οι υποθέσεις αυτές έχουν πολυδιασπαστεί κατά τρόπο που θα είναι εσαεί κατηγορούμενοι και θα προσθέτουν ασταμάτητα ποινές στις πλάτες τους).
           
Ουσιαστικός έλεγχος του ορθού νομικού χαρακτηρισμού της πράξης.

Η μεθοδολογία που ακολουθείται από αστυνομία και εισαγγελείς με την συνεπικουρία βέβαια των δικαστών προκειμένου να δικαιολογηθεί η επιβολή της προσωρινής κράτησης και να παρακαμφθούν οι προϋποθέσεις του νόμου είναι η επιλογή χωρίς επαρκή στοιχεία μείζονος νομικού χαρακτηρισμού της εγκληματικής πράξης και σε αυτό ρόλο κλειδί έχει η απόδοση κατηγορίας για το αδίκημα της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες ή η συγκρότηση και ένταξη σε εγκληματική οργάνωση και η τέλεση εγκλημάτων στα πλαίσια αυτής  (βλ αναφορές πρώην γ.γ  Υπουργείου Δικαιοσύνης σχετικά με την κατάσταση στην Ελλάδα όπου έως πρόσφατα είχαν καταγνωσθεί 1.726 εγκληματικές οργανώσεις όταν στη Γερμανία ο αντίστοιχος αριθμός ήταν 19 και στην Ιταλία 17). 
Προς την ίδια κατεύθυνση επιβολής προσωρινής κράτησης χρησιμοποιείται και η με ευκολία  αποδιδόμενη επιβαρυντική περίσταση της κατ΄ επάγγελμα τέλεσης των αδικημάτων καθώς και ο χαρακτηρισμός των εγκληματικών πράξεων ως κατ΄ εξακολούθηση τελεσθέντων. 
Ως εκ τούτου ο ορθός νομικός χαρακτηρισμός της πράξης είναι επιβεβλημένο να ελέγχεται από την αρχή της διαδικασίας με σύντομες κι επαρκείς διαδικασίες.

Β. Όλα τα παραπάνω έχουν καταστεί εφικτά κι αποδεκτά επειδή πέραν των πραγματικών υλικοτεχνικών προβλημάτων που αντιμετωπίζει η Δικαιοσύνη στην Ελλάδα και έχουν ως συνέπεια την υπερβολική καθυστέρηση ακόμα και των ποινικών δικών, οι έλληνες δικαστές έχουν εμποτισθεί  με την κουλτούρα της ανεπαρκούς αιτιολογίας των αποφάσεων και των κρίσεων τους, οχυρωμένοι πίσω από την πάγια θέση του Αρείου Πάγου ότι η ελεύθερη εκτίμηση των αποδείξεων (στην κύρια διαδικασία) επιτρέπει την απλή παράθεση των αποδεικτικών μέσων και δεν χρειάζεται μνεία του τι προκύπτει ως συμπέρασμα για το δικαστήριο από καθένα αυτά. 
Η επάρκεια της αιτιολογίας εξαντλείται, σύμφωνα με τον ΑΠ, στην πανηγυρική δήλωση του δικαστηρίου ότι έλαβε υπόψη το σύνολο των μαρτυρικών καταθέσεων και των λοιπών αποδεικτικών μέσων που εισφέρθηκαν στην διαδικασία αναφέροντας αυτά αποκλειστικά κατ' είδος, χωρίς να  απαιτείται να εξειδικεύσει ποια συγκεκριμένα αποδεικτικά μέσα έλαβε υπόψη και τι συμπέρασμα έβγαλε από καθένα από αυτά, ούτε να αιτιολογεί γιατί  απέρριψε κάποια άλλα αντικρουόμενα.
 Κατά το στάδιο δε της προδικασίας η αιτιολογία ακόμα κι εκεί που προβλέπεται ως ειδική, εξαντλείται, στην τρέχουσα δικαστηριακή πρακτική, στην απλή παράθεση της γραμματικής διατύπωσης του νόμου καθιστώντας αδύνατο κάθε έλεγχο της δικαστικής κρίσης.

Γ.  Το ζήτημα της υφ' όρον απόλυσης του καταδίκου σύμφωνα με τα άρθρα 105, 106 επ. Ποινικού Κώδικα όπου ρυθμίζεται η τακτική διαδικασία με την οποία όσοι έχουν καταδικασθεί σε ποινή στερητική της ελευθερίας μετά από την έκτιση μέρους της ποινής τους μπορούν να ζητήσουν την υπό όρους απόλυση τους από τις φυλακές. 
Αν οι δικαστές τηρούσαν αυτή τη διαδικασία χωρίς ευθυνοφοβία ενδεχομένως να μην ήταν αναγκαία η νομοθέτηση έκτακτων ρυθμίσεων για την αποσυμφόρηση των φυλακών. 
Το άρθρο 106 αναφέρει συγκεκριμένα “Η απόλυση υπό όρο χορηγείται οπωσδήποτε εκτός αν κριθεί με ειδική αιτιολογία ότι η διαγωγή του καταδίκου κατά την έκτιση της ποινής του καθιστά απολύτως αναγκαία τη συνέχιση της κράτησης του για να αποτραπεί η τέλεση από αυτόν νέων αξιόποινων πράξεων” 
Η κρίση για την υπό όρους απόλυση γίνεται από δικαστικό συμβούλιο. 
Οι δικαστές προκειμένου να αποφυλακίζουν κατά το δυνατό λιγότερους επιδεικνύοντας την διαχρονική επιφύλαξη τους σε κάθε μέτρο κοινωνικής επανένταξης των κρατουμένων έχουν εφεύρει την εξής μεθοδολογία: παρά το ότι σύμφωνα με τον σωφρονιστικό κώδικα “οι πειθαρχικές ποινές διαγράφονται από το ατομικό δελτίο πειθαρχικού ελέγχου του κρατουμένου και δεν λαμβάνονται υπόψη για την χορήγηση τακτικής άδειας κι απόλυσης υπό όρο” τα δικαστικά συμβούλια θεωρούν ότι ο κρατούμενος που έχει διαπράξει πειθαρχικά παραπτώματα των οποίων οι ποινές έχουν διαγραφεί και δεν μπορούν να ληφθούν τυπικά υπόψη, παρόλα αυτά αναδεικνύουν την ενδιάθετη στάση του η οποία  είναι μόνο κατ΄ επίφαση καλή και με αυτή την αιτιολογία της μη συνδρομής της καλής διαγωγής που απαιτεί το άρθρο 106 ΠΚ απορρίπτουν τις αιτήσεις για την υπό όρους απόλυση. Θεωρητικό θεμέλιο της πάγιας αυτής τακτικής των δικαστών  είναι η με αρ. 4/1997  απόφαση της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου σε Συμβούλιο και έκτοτε διεκδικώντας την έλλειψη οποιασδήποτε δέσμευσης της κρίσης τους από τυπικά αντικειμενικά κριτήρια που θέτει ο νομοθέτης παραβιάζουν ευθέως σαφείς και ρητές διατάξεις νόμου κρίνοντας επιτρεπτό για αόριστο χρονικό διάστημα και πάντως πέρα από τα χρονικά όρια που έχει θέσει ο νομοθέτης, να συνιστούν τα διαγραφέντα πειθαρχικά παραπτώματα, στοιχεία εκτίμησης της διαγωγής του κρατουμένου για την χορήγηση σε αυτόν υπό όρο απόλυση, μετατρέποντας τις πειθαρχικές ποινές σε ποινές. 
Αυτές οι νοοτροπίες πέραν του πόσο αυθαίρετες είναι προσφέρουν ευκαιρίες για συναλλαγές εντός της φυλακής.  
Είναι ενδιαφέρον να δούμε πόσες  αιτήσεις υφ΄ όρον απόλυσης γίνονται δεκτές και με τι κριτήρια απορρίπτονται.

6. Μια ιδιαίτερη πτυχή της αστυνομικής βίας αφορά την μεταχείριση ατόμων στο προανακριτικό στάδιο όπου συχνά αποσπώνται ομολογίες και καταθέσεις με τη χρήση ή την απειλή βίας. Πρόταση για την εισαγωγή πρακτικής που είναι ευρέως διαδεδομένη και προτεινόμενη από όργανα του Συμβουλίου της Ευρώπης: με νομοθετική κατοχύρωση οι καταθέσεις αυτές να γίνονται και να υπογράφονται υποχρεωτικά με βιντεοσκόπηση. 
Το μέτρο αυτό μπορεί να συνδεθεί με την έρευνα για το πόσοι συλληφθέντες παραιτούνται οικειοθελώς από το δικαίωμα τους σε δικηγόρο. Θα μπορούσε να εφαρμοστεί πιλοτικά σε τμήματα που παρουσιάζουν τον μεγαλύτερο βαθμό “οικειοθελούς” παραίτησης των εξεταζόμενων από τα δικαιώματά τους σε δικηγόρο και σε διερμηνέα.